Γράφει η Μ.
Ό,τι και να γράψω για σένα μου φαίνεται λίγο, άνοστο, απαρατήρητο. Πώς μπορώ εγώ να γράψω για ‘σένα; Πώς μπορώ να ζωγραφίσω με λέξεις ό,τι με κάνεις να νιώθω;
Το άκουσα το κλικ. Δυνατά και καθαρά. Την πρώτη φορά που άπλωσα το χέρι μου να συστηθούμε. Κατάφερες να κερδίσεις την προσοχή μου με το που είπες τ’ όνομά σου.
Θυμάμαι, τότε ήμουν καινούρια, γνώριζα κάθε μέρα πολλούς. Πήγα να συστηθώ όπως με όλους τους άλλους. Μα όταν μίλησες, όταν είπες τ’ όνομά σου, ένιωσα τη φωνή σου τόσο οικεία και ταυτόχρονα τόσο μοναδική. Τη χροιά σου τόσο παιχνιδιάρικη, σαν να μου ξέφευγε. Στην αρχή δεν μπορούσα καν να ξεχωρίσω τις λέξεις που έλεγες. Μόνο προσπαθούσα να πιάσω τη φωνή σου. Έπιασα τον εαυτό μου να ρωτάει για σένα. Να θέλω να ξέρω νέα σου. Ακόμα κι αν δεν ήξερα τα παλιά -ούτε καν τα πρόσφατα.
Δεν έλαμπε η μέρα μου όταν σ’ έβλεπα, αποκτούσε νόημα. Κι αυτό το συναίσθημα είναι μοναδικό. Θυμάμαι να σε βλέπω στον απέναντι δρόμο και να νιώθω ένα χτύπο της καρδιάς μου να χάνεται. Θυμάμαι να μου μιλάς και να προσπαθώ να κλειδώσω κάπου τη φωνή σου για να έχω να την ακούω και μετά. Θυμάμαι την πρώτη φορά που γέλασες με κάτι αστείο που σου είπαν. Θυμάμαι να θέλω να γελάς μόνο με δικά μου αστεία.
Θυμάμαι που, χωρίς να το θέλω, όποτε άκουγα τ’ όνομά σου ξεχνούσα τι έκανα. Θυμάμαι να ξαφνιάζομαι όταν δε σε περίμενα σε σπίτι φίλων. Θυμάμαι να θέλω να με κοιτάξεις. Θυμάμαι τις κινήσεις σου, τις μικρές συνήθειές σου, πώς πίνεις τον καφέ σου και τι ποτό προτιμάς. Θυμάμαι να μου αρέσει να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μαζί σου. Ν’ αναπνέω τον ίδιο αέρα που αναπνέεις κι εσύ. Θυμάμαι τον τρόπο που κάθεσαι και τον τρόπο που περπατάς. Θυμάμαι να μ’ εκνευρίζεις κάποιες φορές.
Αν με ρωτήσεις, δεν ξέρω και πολλά για σένα.
Ξέρω μόνο ό,τι έμαθα τότε. Κατά λάθος, επειδή έτυχε να βρίσκομαι εκεί. Επειδή έτυχε ν’ ακούσω το αγαπημένο σου γλυκό κι επειδή έτυχε ν’ ακούσω τι ώρα πας γυμναστήριο.
Αδυνατώ ή δε θέλω –ή και τα δυο– να πιστέψω ότι εσύ δεν ένιωσες κάτι, ότι δεν άκουσες κάτι -ούτε καν αυτό το κλικ, που εμένα μου έσπασε τα τύμπανα.
Ζούμε πια διαφορετικές ζωές, αλλά προχθές σε είδα ξανά. Θυμάμαι ότι δεν ήθελα να μιλήσεις, προτιμούσα να μην πεις ούτε μία μικρή λέξη. Γιατί ήξερα ότι μόλις ακούσω τη φωνή σου θα βρεθώ ξανά δύο χρόνια πριν, θα προσπαθώ να την πιάσω, να στην κλέψω, να την κλείσω σ’ ένα κουτάκι.
Θυμάμαι που γέλασες με κάτι που σου είπα, θυμάμαι εκείνο το μικρό άγγιγμα στην πλάτη μου όταν θα έφευγες. Θυμάμαι ότι δεν ήθελα να φύγεις. Όμως, ξέρω. Δεν μπορώ. Δε γίνεται. Ξέρω πως οι άνθρωποι στη ζωή μας έρχονται όλοι για κάποιο λόγο -έτσι λένε τουλάχιστον. Εσύ, ήρθες σίγουρα για να με μπερδέψεις, γιατί δεν εξηγείται αλλιώς.
Δεν ξέρω αν μου αρκεί που όταν γύρισα να σε κοιτάξω, εσύ με κοιτούσες ήδη. Μάλλον δε μου αρκεί.