Γράφει η Σταυρίνα.

Όταν ήμουν μικρή, ρώτησα τη γιαγιά μου: «Γιαγιά, πώς θα καταλάβω όταν γνωρίσω τον έναν;» Κι εκείνη με πήρε αγκαλιά και μου είπε: «Όταν τον βρεις, απλά θα το ξέρεις.» Ποτέ δεν κατάλαβα τι εννοούσε- πώς θα το γνώριζα; Και κυρίως, πώς θα σιγουρευόμουν ότι θα είναι αυτός; Κι αν έκανα λάθος; Θα είχα δεύτερη ευκαιρία; Μεγάλο μου ελάττωμα να βαριέμαι εύκολα κι εν τέλει να φεύγω, κι αν αυτό γινόταν, τότε;

Στην ενήλικη ζωή μου, κρατώντας τις συμβουλές της, δεν άλλαξαν και πολλά. Πάντα, όμως, πίστευα ακράδαντα πως αν κάτι δε μου παίρνει ολοκληρωτικά το μυαλό, τότε δεν είναι για μένα. Αγκαλιά με το φευγιό και την καρδιά στα χέρια, έπαιρνα τα κουβαδάκια μου και πήγαινα σε άλλη παραλία. Μέχρι που ήρθε η στιγμή να βρεθώ μπροστά σε όσα ως τότε άκουγα. Δεν ήξερα τι μου συμβαίνει, τον λόγο δε τον έμαθα ποτέ και σίγουρα τίποτα δεν έβγαζε νόημα- τι θέση έχει η λογική στον έρωτα εξάλλου; Καμιά. Μια λεπτομέρεια ξέχασε η σοφή γιαγιά μου να μου πει. Πως και να γνωρίσεις αυτόν τον ένα και μόνο άνθρωπο για σένα, δε σημαίνει ότι θα είσαι κι εσύ το ίδιο γι’ αυτόν.

Πάντως, τολμώ να πω πως, όταν βρήκα τον δικό μου, τα έδωσα όλα, όσα είχα, όσα δεν είχα κι όσα δανείστηκα. Δε μου πήρε μόνο το μυαλό, όπως πάντα ήθελα, μου πήρε το κορμί, την καρδιά, την ψυχή, τα πόδια, την ισορροπία, τη λογική, τη θέληση, λίγο ακόμα και θα έπαιρνε κι ολόκληρή μου την ύπαρξη. Σαν εκείνους τους ανεμοστρόβιλους που σηκώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Ξέχασα παρελθόν, ποια ήμουν, ποιοι με γνώριζαν πριν, σχέσεις, εμπειρίες, εξαφανίστηκαν όλα, λες και δεν τα έζησα ποτέ· ίσως να μη ζούσα πριν, θα ζήσω, άραγε, μετά; Ποιος ξέρει. Δεν εγκατέλειψα οικειοθελώς την ελεύθερή μου βούληση, σαφώς, πήγα κόντρα με όσες μου απέμειναν δυνάμεις, γνώρισα νέο κόσμο, φλέρταρα κι εκεί που είπα «τα κατάφερα» το μόνο που τελικά απέδειξα είναι ότι όλα μοιάζουν ανιαρά κι αδιάφορα.

Το ρίσκο, όμως, δεν αποδίδει κέρδη πάντα. Ίσως φταίνε οι πιθανότητες που ήταν εναντίον μας εξ αρχής και παρ’ όλο που δεν έπαιξα, έχασα. Δεν έφυγα όμως εγώ. Ίσως αυτό να μου φταίει, το ότι δεν έφυγα εγώ, όπως έχω συνηθίσει. Δεν ήθελα, όμως, να φύγει κανείς αυτή τη φορά, ήθελα να μείνουμε κι οι δυο, γιατί δε θα θέλαμε να είμαστε πουθενά αλλού κι υποθέτω πως έτσι συνήθως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Απλώς δεν ήμασταν μέσα σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Ούτε μαζί, ούτε αλλού, απλώς ήμασταν, έτσι, αόριστα παντού και πουθενά. Τι κι αν η σχέση δεν πονούσε μα λύτρωνε, γέμιζε και δεν άδειαζε, έδινε και δεν έπαιρνε, δεν έβγαζε νόημα σε κανέναν εκτός από εμάς, λες κι είχαμε τη δική μας γλώσσα επικοινωνίας, σαν δυο προηγμένοι υπολογιστές που ασύρματα ενωνόντουσαν με μια επικοινωνία εσωτερική. Κι όμως, δεν ήταν αρκετό για να κρατήσει.

Δεν ξέρω αν τελικά όσα είπε η γιαγιά ισχύουν, αν μιλούσε από εμπειρία ή από αγάπη. Ξέρω μονάχα πως αυτό που είναι για σένα, θα ‘ρθει, δε θα το εμποδίσει τίποτα από το να σε βρει. Μη γελιέσαι, κανένα φυσικό φαινόμενο δεν του μοιάζει. Ταξιδεύει ανάμεσα σε γαλαξίες, σε σύμπαντα, στον χρόνο, όπου κι αν κρύβεσαι, όσο και να το αποφεύγεις. Το μόνο βέβαιο είναι πως δε θα μοιάζει με τίποτα απ’ όσα έχεις ζήσει μέχρι σήμερα -όχι δηλαδή ότι θα μπορείς και να συγκρίνεις- αφού δε θα θυμάσαι πια, θα τα έχει σβήσει. Κι αν είσαι λιγάκι σαν εμένα και το παλέψεις, σου λέω από τώρα πως θα χάσεις. Αντ’ αυτού ζήσ’ το μέχρι εκεί που σου κόβονται τα πόδια. Κι αν κάτι πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσεις είναι πως οι άνθρωποι που μας αγαπούν βρίσκουν πάντα τον δρόμο τους προς εμάς. Κι ας φύγουν μετά. Το θέμα είναι πως ήρθαν.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου