Γράφει η Αναστασία Ιωαννίδη.

«Τι έχεις;», την ρώτησε και εκείνη συνέχιζε να κοιτάει τη φλόγα του κεριού να σιγοκαίει.

«Πες κάτι.»

Αυτός ξάπλωσε στα πόδια της και την κοίταζε επίμονα μήπως κερδίσει ένα τελευταίο βλέμμα από τα κάποτε ερωτευμένα μάτια της.

Η Κλειώ είχε σφίξει τις παλάμες και τα χείλη της, συγκρατώντας τον εαυτό της.

Μη τυχόν και του χαρίσει ένα δάκρυ ή λέξεις που θα πότιζαν την ήδη ασφυκτική ατμόσφαιρα στο δυάρι της.

Λίγους μήνες πριν ο Γιώργος την είχε γνωρίσει σε κοινή παρέα και μέσα στο σκοτάδι, τη φασαρία, τα σκορπισμένα σφηνοπότηρα και ένα δωμάτιο να γυρίζει ανάποδα από το μεθύσι τους, το μόνο που μπορούσε να παρατηρήσει ήταν η αμήχανη φυσιογνωμία της.

Την πλησίασε και άρχισε τον καταιγισμό από ερωτήσεις. Εκείνη του απαντούσε αδιάφορη αποφεύγοντας να ασχοληθεί περαιτέρω μαζί του.

Την απόμακρη προσωπικότητα της, την είχε χτίσει προσεγμένα με ύφος αποστασιοποιημένο να γειώνει τους πάντες και να μην αφήνει εκατοστό εισόδου στο κόσμο της.

Αγύριστο κεφάλι, μέχρι που τελικά το κεφάλι της γύρισε και τον είδε.

Δεν τον κοίταξε απλώς. Τον είδε.

Πήρε μια βαθιά αναπνοή, ακούμπησε στην άκρη τα στεγανά της και άνοιξε την πόρτα της ζωής της με τον σύρτη πάντα να την προστατεύει.

Μετά από λίγες μέρες άνοιξε και την πόρτα στο δυάρι της και οι δυο τους ζούσαν εκεί μέρες και βράδια γεμάτα γέλιο, τραγούδια και συζητήσεις που τους έφερναν όλο και πιο κοντά.

Και περνούσε ο καιρός και όλο και πλησίαζε ο ένας τον άλλον με χέρια ανοιχτά για αγκαλιές και πειράγματα.

Αυτός έσπασε πόρτες, παράθυρα, σύρτες στη ζωή της και στρογγυλοκάθισε δίπλα της.

Μοιράστηκαν την καθημερινότητα τους και τους ξεγέλασαν όλους πως τάχα μου είναι ζευγάρι.

Μέχρι και οι ίδιοι το πίστεψαν για λίγο.

Μα δεν βάζεις τίτλους σε ιστορίες με ημερομηνία λήξης και η δική τους ιστορία έπρεπε να τελειώσει σύντομα χωρίς να της δώσουν όνομα, δικαιολογίες που τραβάνε καταστάσεις από τα μαλλιά και παράταση ζωής στο όνειρο τους.

Ο Γιώργος θα έφευγε για δουλειά μακριά της και αυτό το γνώριζαν από τη πρώτη τους κουβέντα.

Στην αρχή το αγνοούσαν, έπειτα έπειθαν τους ίδιους αόριστα πως θα βρουν κάποια λύση μέχρι που ήρθε ο καιρός να αποχαιρετιστούν.

Στο σαλόνι το αγαπημένο τους τραγούδι να παίζει εδώ και ώρες και οι δύο αυτοί φλύαροι άνθρωποι να μην λένε κουβέντα.

Έτσι όπως καθόταν στα πόδια της και αφού κανείς δεν μιλούσε σηκώθηκε απότομα, φύσηξε να σβήσει το κερί και πήγε μέσα να πάρει τη βαλίτσα του.

Εκείνη έτρεξε μέσα, τον τράβηξε από το χέρι, σήκωσε το κερί και το έχυσε στο τραπεζάκι.

«Βλέπεις, έρχεσαι εδώ, σπας τις άμυνες μου και ανάβεις ένα κερί να ζεστάνεις το χώρο.

Όσο ήσουν εδώ αυτό έλιωνε και έκαιγε και τώρα που σηκώνεσαι να φύγεις σβήνεις τη φλόγα.

Έτσι όπως παγώνει το κερί στο τραπέζι μου, έτσι παγώνω κι εγώ που σε αφήνω να φύγεις.»

Άφησε κάτω τα πράγματα του, της σήκωσε το κεφάλι και αφού αυτή κατάφερε να τον ξανακοιτάξει της είπε, «Θα φύγω μα κάποτε καήκαμε μαζί. Και τώρα που παγώνουμε, πάλι μαζί. Θυμήσου όταν σε γνώρισα ζούσες αυστηρά σε χλιαρές θερμοκρασίες. Μόνη σου.»