Γράφει η Στεφανία Δημητρίου.
Βρέχει. Και εγώ τη σιχαίνομαι τη βροχή.
Δεν ταιριάζει με τα τακούνια που φοράω, ούτε με την πένσιλ φούστα μου. Δεν μπορώ να αποφύγω τις λακκούβες με τα λιμνασμένα νερά, ούτε μπορώ να καθαρίζω συνεχώς τις λερωμένες από σταγόνες λάσπης γάμπες μου.
Έχω και ένα θέμα με τις ομπρέλες. Τις μισές τις χάνω, τις άλλες μισές τις χαλάω.
Δεύτερη χρονιά ίδια ομπρέλα δεν είχα ποτέ. Αναλώσιμο είδος για μένα.
Το βράδυ που σε γνώρισα δεν έβρεχε. Ούτε το πρωινό που συναντηθήκαμε. Είχαν έρθει οι αλκυονίδες νωρίτερα και είχε έναν ήλιο που έδειχνε «ανοιξιάτικος» από μακριά.
Έτσι σε ερωτεύτηκα. Με τον ήλιο. Με τη ζέστη.
Δίπλα σε μια θάλασσα που φώναζε μέσα από τα κύματα ότι ήταν δικιά μας.
Η βροχή μπήκε στη ζωή μας παράδοξα. Μπήκε μέσα από φωτογραφίες σου, που προσπαθούσες να την αποφύγεις, από λασπωμένα χώματα που πάταγαν τα πόδια σου, από αδιάβροχα που δεν μπορούσαν να σε προστατέψουν και από τα λόγια σου τα ίδια που κάθε γράμμα τέλειωνε με μια σταγόνα βροχής.
Μιας βροχής που ήταν για μένα. Χαρισμένης. Δοσμένης με τον καλύτερο τρόπο. Αφιερωμένες σταγόνες σαν τραγούδι που θα έμενε στην ιστορία. Και ας χάνονταν οι στίχοι κάθε σταγόνας που δεν με ακουμπούσε. Εγώ ένιωθα ότι όλες πέφτανε πάνω μου. Ποτίζανε το δέρμα μου και στέγνωναν πάνω στο κορμί μου.
Δε με ένοιαζε πια η υγρασία. Δε με πείραζαν τα λερωμένα μου ρούχα.
Πέταξα τα παπούτσια και περπατούσα πάνω στο υγρό έδαφος, παρακαλώντας να πάρω πάνω μου και αυτές που δεν πρόλαβαν να βρουν τον στόχο.
Μετά, μπήκε στη ζωή μας παράλογα. Και μεταμορφώθηκε σε χαλάζι. Από λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν. Από καταστάσεις που δεν έπρεπε να ζήσουμε. Από αγωνίες που δεν έπρεπε να περνάμε.
Και ήρθε το χαλάζι και άνοιξε τρύπες στις ψυχές μας. Και εμείς πήραμε στα χέρια μας βελόνες και κλωστές και προσπαθούσαμε κάθε μέρα να μπαλώσουμε τις τρύπες. Μια κλείναμε, δύο ανοίγανε.
Κρατάγαμε μαζί τα σύνεργα και γίναμε εργάτες ραπτικής στα γεράματα, από τρύπες που μας άνοιγαν άλλοι.
Και εκείνες τις νύχτες, που ρίχναμε τους εαυτούς μας έρμαια στις επιθυμίες μας, λιώναμε το χαλάζι στις ψυχές μας και ξαναγινόταν βροχή.
Μετά, μπήκε στη ζωή μας παράφορα. Μέσα από κουβέντες, από τραγούδια, από εικόνες που έστελνε ο ένας στον άλλον για να του θυμίζει ότι την βροχή δεν μπορεί να μας την πάρει κανείς.
Ήταν όλη δική μας. Ήταν μόνο δική μας. Και ήσουν «εδώ» κάθε φορά που έβρεχε.
Καθόσουν στον καναπέ μου, και γινόσουν ένα με το σπίτι μου. Μ’αυτό που κουβαλούσα στην πλάτη μου και που ήμουν διατεθειμένη να το προστατέψω με όλες τις ομπρέλες του κόσμου.
Μου αρκούσε που ήσουν εδώ, τα ελάχιστα –μετρημένα με χαμόγελα- λεπτά, που για μένα ήταν απόδειξη της παρουσίας του Θεού.
Και μετά σταμάτησε να βρέχει. Στέρεψα. Μεταμορφώθηκα σε φυτό με ροζιασμένα φύλλα, με ανύπαρκτα μπουμπούκια. Πέτρωσε το χώμα στη γλάστρα μου, μαζεύτηκαν τα ζωύφια για να καταστρέψουν και το τελευταίο κλαδί της ζωής μου.
Έφυγες. Και μαζί σου καταστράφηκαν όλες οι ομπρέλες μου. Στύλωσα τα πόδια μου και χρεώθηκα να αγοράσω καινούργιες. Τις έχω ανοιγμένες όλες και περιμένω.
Βρέχει. Και εγώ την λατρεύω τη βροχή.