Ξέρεις, είναι μερικές μέρες που απλώς όλα κυλάνε αργά, γυρνάει ο κόσμος ταινία σε αργή κίνηση, τίποτα δεν κινείται, δεν αναπνέει, δε ρέει, δεν κυλάει. Κάτι μέρες που υπάρχουν μόνο και μόνο γιατί έχουν γίνει στο κεφάλι σου μια γιγαντιαία σύνδεση, μια παραπομπή σε κάτι που έχεις ζήσει, σε κάτι που θυμάσαι. Κρεμιέται στη μνήμη σου η ημερομηνία, τι έκανες, με ποιον ήσουν, τι εκκρεμότητα, λοιπόν, υπάρχει και για φέτος. Σήμερα κοίταξα το ημερολόγιο, δεν το κάνω συχνά, λόγω δουλειάς οι ημερομηνίες έχουν τόσο μεγάλη σημασία που έχω καταλήξει να τις σιχαίνομαι. Κοίταξα όμως, έτσι, από συνήθεια.

Είναι η γιορτή σου σήμερα, όπως κάθε χειμώνα, όπως κάθε χρόνο αυτήν τη μέρα. Σταθερή, όχι τόσο σημαντική όσο τα γενέθλια, δεν την ξέρει και τόσος κόσμος, μα εμείς, πάντα τη γιορτάζαμε. Και τη γιορτάζαμε χαζά, μεγαλοπρεπώς, λες και ήταν εθνική γιορτή, από τις δυνατές, αυτές που δε γίνεται να μην τους δώσεις σημασία.

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, το χέρι μου πάει στο κινητό μου. Έτσι και φέτος. Κάποτε τη γιορτάζαμε μαζί, τώρα, δε σου λέω καν «χρόνια πολλά». Ούτε που ξέρω πόσο καιρό έχω να σου πω χρόνια πολλά, να σου το γράψω. Το ξέρεις, άραγε, ότι το θυμάμαι; Το ξέρεις, το υποθέτεις ίσως, πως σε σκέφτομαι κάθε φορά; Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, σκέφτομαι αν πρέπει να σου στείλω. Και κάθε φορά το μετανιώνω, λες κι είναι το μεγαλύτερο βήμα πίσω, το περισσότερο κακό για την αξιοπρέπειά μου. Αφού τελειώσαμε, αφού εσύ ποτέ δε με θυμάσαι, εγώ, γιατί;

 

 

 

Εγώ γιατί, ρε γαμώτο, κάθε φορά, είμαι ένα βήμα πριν; Άραγε, είσαι κι εσύ; Ή μόνη μου, σαν την τρελή, υποθέτω πως είχε αξία έστω κι εκείνο το «χρόνια πολλά»; Ίσως, να μην το χρειάζεσαι πια, ίσως για μένα μόνο να είναι σημαντικό, να έχει αξία μια ευχή. Μα γιατί να έχει, είναι βγαλμένη από το παρελθόν, είναι λέξεις σκόρπιες, είναι τυπικό. Γι’ αυτό πιάνω το κινητό, πληκτρολογώ τη μαλακία μου και μετά, γράμμα-γράμμα τα αφήνω όλα να σβήσουν.

Να, έτσι, αν σου έγραφα, θα σου έλεγα να τη χαρείς αυτήν τη μέρα, όπως και τότε. Θα σου έλεγα να χαίρεσαι το όνομά σου, όσο περίεργο ή συνηθισμένο κι αν σου ακούγεται. Θα σου πρότεινα ό, τι καλύτερο είχε σήμερα στην πόλη, να βγεις να γιορτάσεις, να το χαρείς. Μπορεί και να ρωτούσα τι κάνεις, μπορεί πάλι να το άφηνα, δεν ήθελες ποτέ οικειότητες περιττές. Και μετά, θα περίμενα πάνω από το κινητό σαν το πρεζάκι, πότε θα χτυπήσει η δόνηση της απάντησής σου. Τυπικό «ευχαριστώ», υποθέτω θα ήταν, γιατί ποτέ δεν έδειχνες παραπάνω, ποτέ δε διακινδύνευες να εκτεθείς.

Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, σκέφτομαι να σου στείλω. Μα τελικά, καταλήγω απλά να κάνω σενάρια. Φέτος μπορεί και να το κάνω. Μπορεί πάλι κι όχι. Ίσως του χρόνου, να τύχει να στο πω από κοντά. Όπως και να ‘χει, χρόνια πολλά. Ελπίζω να είσαι καλά, να χαίρεσαι τη γιορτή σου. Να χαίρεσαι το υπέροχο όνομά σου. Για μένα πάντα ο ήχος του θα σημαίνει πολλά.

Σε θυμάμαι. Πάντα.