Γράφει η Α.

 

Μάνα, κουράστηκα, λύγισα και πονάω. Είναι δύσκολος ο αγώνας της ζωής. Είναι μέρες που γελάω και μέρες που δε θέλω να δω άνθρωπο. Οι ώρες, οι στιγμές δεν κυλάνε ευχάριστα. Μου λείπουν τα παιδικά χρόνια που ανέμελα έτρεχα να παίξω κρυφτό. Όταν έπεφτα κι ερχόμουν σπίτι, θυμάμαι τον πανικό που σε έπιανε. Να τρέχεις με το ιώδιο στο χέρι να λες «είναι μεγάλο το τραύμα» και συνεχώς να επιμένεις να πάμε στο νοσοκομείο.

Ναι, ήταν εκείνη τη φορά, που με άγνοια κινδύνου πέρασα το δρόμο. Δεν είχα υπολογίσει τα παιδιά με τα ποδήλατα. Είχα κλείσει τα μάτια κι έφερνα γύρους στην άσφαλτο. Νόμιζα πως ήταν το χάδι σου που με αγκάλιαζε σφιχτά και με νανούριζε. Τελικά, ήταν η ζάλη απ’ το χτύπημα. Ζεστή ακόμη ήρθα σπίτι και μου δώσατε αγάπη.

Μάνα, αυτά τα χτυπήματα, είναι σημάδια στο σώμα μου. Κοίτα τα, έχουν μια αθωότητα πάνω τους. Δεν είναι σαν αυτά που φωλιάζουν στην καρδιά μου. Αυτά δεν κλείνουν κι η αγκαλιά σου δεν μπορεί να τα γιάνει. Πες μου, πώς θα περάσουν; Πώς όλα αυτά θα γίνουν παρελθόν; Θα μου πεις, πως είναι περασμένα αλλά εγώ γιατί ακόμη τα συναντάω κάθε μέρα; Τι δεν κάνω σωστά; Βοήθησέ με, μάνα, να καταλάβω τον κόσμο. Υπάρχει κάποιο εγχειρίδιο να μου δώσεις;

Άσε με να κάτσω δίπλα σου, να γελάσουμε και να θυμηθούμε τις φορές που με κυνηγούσες να φάω το φαγητό. Πόσες φορές σε είχα φέρει στα όριά σου. Να σε βλέπω να ωρύεσαι και να λες πως θα γίνω ανορεκτική. Είχε μια γλυκάδα η έκφραση του προσώπου σου, που τώρα τη βλέπω στις εικόνες του μυαλού μου και γελάω. Τελικά, είδες, δεν έγινα αδύνατη σε σημείο να κινδυνεύει η υγεία μου. Έγινα αυτό που καμαρώνεις. Αυτό που, όταν αποχωρείς απ’ το χώρο, πας και μιλάς στον μπαμπά για τα κατορθώματά μου.

Φταίω κι εγώ που δε σου είπα ότι σ’ αγαπώ. Δε σ’ ευχαρίστησα ποτέ για όλα αυτά που μου έχεις πει και συνεχίζεις να μου προσφέρεις.

Ήμουν πάντα αντιδραστική, εγωίστρια κι απαξιούσα να παραδεχτώ πόσο δίκαιο είχες σ’ ό,τι κι αν μου έλεγες. Πολύ σωστά έπραξες, με άφησες να κάνω λάθη. Τα πιο σωστά μου λάθη. Παράξενο, μάνα, τα αγαπάω και θα τα επαναλάμβανα άπειρες φορές, εκείνα τα συγκεκριμένα. Ένιωσα ζωντανή, όμως, μου χάρισαν γνώση και σοφία.

Μη φύγεις, μείνε ακόμη δίπλα μου. Πες μου ότι τώρα θα περάσει η μπόρα. Πες μου ν’ αντέξω, πριν λυγίσω. Κοντεύω μάνα, τα καταφέρνω. Ένας ακόμη στόχος είναι κι είμαι στην πιο δύσκολη φάση της ζωής μου. Δώσε μου δύναμη, κοίταξέ με και θύμισέ μου όλα αυτά που έχω κάνει μέχρι τώρα. Τα έχω ξεχάσει, δε θυμάμαι τίποτα.

Πες μου για εκείνες τις φορές που «έστυβα την πέτρα», πως είναι αυτή η ικανοποίηση να νιώθεις υπερήφανος για σένα. Πες μου για τις διαφορές που πάντα έλεγες ότι υπήρχαν ανάμεσα σε μένα και τον αδερφό μου. Μίλησέ μου, σε εκλιπαρώ, έχω ανάγκη να σηκωθώ. Άσε με, όμως, να κλάψω, όσο θα σε βλέπω να μ’ αγκαλιάζεις και να μου διηγείσαι. Θόλωσε το μυαλό, σαν να έχουν σβηστεί τα προηγούμενα.

Ευχαριστώ που είσαι στη ζωή μου. Δεν είσαι ο άνθρωπος που θα τρέξω μόλις χτυπήσω. Δεν είσαι αυτή που θα ζητήσω λύσεις στα καθημερινά μου προβλήματα. Δεν υπήρξαμε φίλες, αλλά ούτε κι εχθροί. Ήμουν ανεξάρτητη στις επιλογές μου. Ποτέ δε δεχόμουν συμβουλές κι απόψεις. Συγχώρεσέ με, έγινα μάνα κι έμαθα. Τώρα, όμως, οι λιγοστές σου κουβέντες είναι αυτές που με δυναμώνουν.

Μείνε κοντά μου, όπως είσαι πάντα δίπλα μου. Τώρα, που είμαι ευάλωτη και πονάω. Δώσε μου αγάπη, το έχω ανάγκη, το χρειάζομαι.

Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου