Γράφει η Ελίνα

Μια φιγούρα γνώριμη. Αυτό είσαι πια για μένα. Σε αντικρίζω στο δρόμο, σε σκουντάω δήθεν τυχαία με τον αγκώνα μου, κοιταζόμαστε στα μάτια και προχωράμε δίχως να κοντοσταθούμε και να πούμε μια κουβέντα παραπάνω. Δεν έχουμε άλλα λόγια ν’ ανταλλάξουμε, το παίζουμε δυο άγνωστοι κι ας γνωρίζω κάθε σπιθαμή του κορμιού σου κι ας έχεις μάθει κι εσύ του δικού μου.

Μια φιγούρα που ξέρω καλά τις αναλογίες της. Που ξέρω τι νούμερο εσώρουχα φοράει, πώς είναι σμιλευμένες οι γωνίες του προσώπου της. Κι όμως αυτή η φιγούρα έγινε πια σκιά. Δεν τη βλέπω και σαν τη δω της φέρομαι σαν να ‘ναι άγνωστη, γιατί είναι δύσκολες οι τυπικότητες ανάμεσα σε πρώην ερωτευμένους.

Κάθε που σε πετυχαίνω, μου γνέφεις κι εγώ σηκώνω τους ώμους δήθεν αδιάφορα. Ακόμα και σαν ξένοι πρέπει να προσποιούμαστε; Δε γίνεται ούτε καν αυτό να μας βγαίνει φυσικά; Δεν έχουμε πια και τίποτα να πούμε, γι’ αυτό άλλωστε ξεκόψαμε εντελώς. Μα θέλω όταν σε βλέπω τα μάτια μου να σε θαρρούν έναν απ’ όλους εκείνους που περπατάνε στο ίδιο πεζοδρόμιο με σένα, να μην κολλάνε πάνω σου -όχι από έλξη-, μα γιατί μου φωνάζουν πως κάτι γνώριμο περνάει από κοντά κι από μόνα τους επιλέγουν να του δώσουν προσοχή.

Έγινες ο πιο γνωστός μου άγνωστος. Εκείνος που κάποτε φιλούσα στο στόμα. Εκείνα τα χείλη που είχαν γεύση λιποζάν βανίλια-κακάο περνάνε πια από δίπλα μου και δείχνουν ξένα. Δε σε λησμονώ, δε σε σκέφτομαι, δεν αναπολώ τις πιο όμορφες στιγμές μας. Κι αν καμιά πιάνω τον εαυτό μου ασυνείδητα να το κάνει, με προσγειώνω στην πραγματικότητα. Δεν είναι πως μου λείπεις και θέλω να ‘ρθεις ξανά, απλώς αναρωτιέμαι πώς δυο άνθρωποι που πέρασαν τόσα μπορούν πια ν’ αντικρίζουν ο ένας τον άλλο και να βλέπουν να ‘ναι απλώς μια εικόνα και τίποτα παραπάνω.

Δυο φιγούρες που περνάνε δίπλα-δίπλα και δε σηκώνουν καν το βλέμμα τους, μα που κάποτε πιανόντουσαν χέρι-χέρι κι αντί για σκιές έβλεπες τα φωτεινά τους πρόσωπα. Αυτό είμαστε. Δυο φιγούρες που πιανόντουσαν αγκαζέ και χόρευαν, που ακουμπούσαν τις πλάτες τους σαν γυρνούσαν πλευρό στο κρεβάτι. Η οικειότητα ανάμεσά μας δε γίνεται να πάψει να υπάρχει, μα σαν περνάει ο καιρός τη θάβουμε όλο και βαθύτερα, δίνοντας τη θέση της σ’ ένα ξύλινο, ανέκφραστο προσωπείο, σαν να κοιτάς κάτι και το μόνο που αισθάνεσαι εκείνη τη στιγμή να’ ναι απάθεια.

Γνωστός έπαψες να ‘σαι κι άγνωστος δε θα καταφέρεις να γίνεις ποτέ. Γνώριμα τα μάτια σου κι ας φοράνε στο δρόμο γυαλιά, γνώριμο και το χαμόγελό σου κι ας προσπαθείς να το κρύψεις για να μην παρεξηγηθείς και βγάλω λάθος συμπεράσματα. Είμαστε δυο φιγούρες που ‘παν αντίο και κάθε μια τράβηξε το δρόμο της. Κι έκτοτε, κάθε που συναντιόμαστε τυχαία, αναρωτιόμαστε αν άραγε γνωριστήκαμε ποτέ αληθινά ή αν και τότε μάσκες φορούσαμε στην προσπάθειά μας να συντηρήσουμε την έλξη.

Δε θυμάμαι και πολλά από σένα. Κι όσο περνάνε οι μέρες και οι μήνες θυμάμαι όλο και λιγότερα. Ίσως τις προτιμήσεις σου και τι σου άρεσε να κάνουμε παρέα, μα όχι την εικόνα και την όψη σου. Αυτή έχει μείνει μονάχα σε κάτι παλιές ξεχασμένες φωτογραφίες. Εκεί ανατρέχω όποτε θέλω η φιγούρα σου που έχει σκιά ν’ αποκτήσει και πάλι υπόσταση για λίγα δευτερόλεπτα μες το μυαλό μου.