Γράφει η Μαρία. 

 

Σηκώθηκα και έβαλα τον καφέ μου στην αγαπημένη μου κούπα. Κάθισα στην πολυθρόνα κι άκουγα τα κύματα της θάλασσας. Ξέρω πόσο αγαπάς τη θάλασσα, έτσι αναπόφευκτα μου έρχεσαι στο μυαλό. Όχι ότι έφυγες και ποτέ. Η σκέψη σου πάντα βρίσκει χώρο, ακόμη και τις πιο μικρές χαραμάδες, για να εισβάλει και να διεκδικήσει μερίδιο στους συλλογισμούς μου. Δεν ξέρω αν είναι που έφυγα ή που δε σε ενδιέφερε να μείνω, όμως η απουσία σου τσούζει λίγο το δέρμα μου όπως προχθές ο ήλιος σε εκείνη την παραλία. Πάλι σκέφτηκα πώς θα ήταν αν ήσουν πλάι μου, να κάθεσαι δίπλα μου στις πέτρες. Να αγναντεύεις την μπλε παλέτα της θάλασσας, από το πιο ανοιχτό γαλάζιο μπροστά, καθαρό και διαυγές, μέχρι το σκούρο μπλε που σε κάνει να αισθάνεσαι το βάθος του σκοταδιού.

Η σχέση μας, αν αυτό μπορώ να το ονομάσω έτσι, μοιάζει με τη θάλασσα. Άλλες φορές είναι γαλήνια και νηφάλια. Θέλεις να βουτήξεις μέσα της, να παίξεις, να γελάσεις. Να τεντώσεις το κορμί σου επάνω στην επιφάνειά της και να σταθείς εκεί, χωρίς να παλαντζάρεις. Μια τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο έξω και το μέσα. Σε αυτή τη γνωστή στάση του πεθαμένου νιώθεις ίσως πιο ζωντανός από ποτέ. Όταν πετυχαίνεις τη θάλασσα ήρεμη, μπορείς να την ανακαλύψεις καλύτερα. Βουτάς και κολυμπάς με ανοιχτά τα μάτια. Βλέπεις βότσαλα, κοχύλια, ψάρια και ανακαλύπτεις κάθε σημείο του όμορφου βυθού της. Λαχταράς να μείνεις εκεί, να γεύεσαι την αλμύρα της και να νιώθεις το χάδι της.

 

 

 

Οι θάλασσες όμως έχουν τις φουρτούνες τους, όπως και εσύ. Δεν υπάρχει πάντα λόγος συγκεκριμένος. Ένα μικρό βαρκάκι σηκώνει ένα κύμα τόσο δα, ανεπαίσθητο σαν τον εκνευρισμό σου. Όμορφο είναι κι αυτό. Θες να το αγκαλιάσεις, να τρέξεις πάνω του και το κύμα να σκάσει στο στήθος ή στην πλάτη σου. Να σηκωθείς και να τρέξεις ξανά. Από παιδί θυμάμαι να τρέχω με λύσσα επάνω στα κύματα, τα κυνηγούσα θέλοντας να τα δαμάσω. Ήξερα πως αυτά μπορώ να τα ελέγξω. Άλλες φορές μπορεί να περάσει ένα μεγάλο καράβι που θα αναστατώσει τη γαλήνη της, θα σηκώσει ένα κύμα τεράστιο και θα ανακατέψει τα νερά της. Όσο μεγαλύτερα καράβια, τόσο μεγαλύτερες οι φουρτούνες αλλά αυτά τα κύματα δεν κρατούν πολύ. Ξεσπούν την ορμή τους και εκείνη σε περιμένει ξανά πανέμορφη και μυστηριώδης στην αγκαλιά της.

Το πιο δύσκολο από όλα είναι οι αέρηδες. Αχ και πιάσουν αυτοί οι αέρηδες, σταματημό δεν έχουν! Τότε, εκείνη ανταριάζει πραγματικά. Η όψη της αλλάζει, σκουραίνει και μαυρίζει. Τα νερά της φουσκώνουν και αυτά τα κύματα, διαφέρουν. Είναι μεγαλύτερα, πιο ορμητικά και άγρια. Ικανά να σε παρασύρουν και να σε καταπιούν αν τολμήσεις να κυριαρχήσεις πάνω τους. Διαδέχεται το ένα το άλλο και σε ραπίζουν συνεχόμενα. Δε διασκεδάζεις όπως πριν το «πλατς» στο κορμί σου. Αρχίζουν και σε πονάνε. Δεν μπορείς πια να κυριαρχήσεις, είναι εκτός ελέγχου το νερό. Όπου νερό εσύ στις σκέψεις μου. Τα κύματα σε καταπίνουν χωρίς να προλάβεις να βγάλεις κιχ. Μην πας βαθιά μου έλεγε η μαμά μου, πού να ξέρε τώρα πόσο βαθιά έχω πέσει στα νερά. Πιο βαθιά από αυτά που ξέρω να κολυμπώ, πιο βαθιά από όσο αντέχω. Μα είναι όμορφα εκεί.

Κάποτε περνάνε και οι αέρηδες, σάμπως θα κρατούσαν για πάντα; Εκείνη μπορεί και πάλι να ξεκουραστεί, η ψυχή της ημερεύει και μπορείς ξανά να δεις μέσα της· εάν έχεις επιβιώσει από την τελευταία της φουρτούνα. Βασική προϋπόθεση σου λέει. Το ζήτημα είναι πόσες φορές μπορείς να μπεις και να βγεις αλώβητος απ’ τα νερά της; Τι αντοχές έχεις και πόσες ανάσες παίρνεις. Δύσκολο σπορ η θάλασσα γι’ αυτό μοιάζει με σένα. Όσο τα σκέφτομαι αυτά, ο καφές έφτασε στη μέση. Όλα μοιάζουν να τελειώνουν εκτός από τον παφλασμό της. Κάθομαι ακόμη στην πολυθρόνα μου και εκείνη συνεχίζει να βουίζει τον ήχο της φωνής σου.