Περιπλανώμενη ψυχή ήμουν και εγώ, σαν εσένα. Έψαχνα κάπου να πιαστώ, κάπου να κουρνιάσω, να ηρεμήσω.

Το σφάλμα μου ήταν ότι έψαχνα σε λάθος μέρη, σε λάθος ανθρώπους που το μόνο που ήθελαν ήταν να εκμεταλλευτούν τη στιγμή. Και εγώ συμβιβαζόμουν γιατί και αυτή η στιγμή ήταν αρκετή να με κάνει να νιώσω άνθρωπο, να νιώσω ζωντανή.

Μέχρι που κουράστηκα, δεν το άξιζα δεν το ήθελα πια! Καλύτερα μόνη μου παρά να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Και τα έφτιαξα με τον εαυτούλη μου τελικά, ευτυχισμένη ήμουν ή έστω έτσι έλεγα παραέξω. Έβαλα την ζωή μου σε τάξη και προχωρούσα αγέρωχη προς το λαμπρό μου μέλλον, τρομάρα μου.

Όλο αυτό κράτησε έως ότου που μπήκες εσύ στη ζωή μου και έφερες τα πάνω κάτω. Λες και κάποιος θεός, κάποια μοίρα μας ήθελε μαζί, έτσι από το πουθενά έκανες φαντασμαγορική είσοδο στην καρδιά και στο μυαλό μου.

Με τρόμαζες, «τι να θέλει πάλι αυτός από τη ζωή μου» σκεφτόμουν και με έπιανε ένα ρίγος, από αυτά τα καλά, ξέρεις, που σε προειδοποιούν ότι γουστάρεις και ταυτόχρονα φοβάσαι, προσπαθώντας να προστατευτείς από ένα κίνδυνο που δεν ξέρεις αν καν υπάρχει. Εβδομάδες πολιορκίας πέρασαν, μέχρι που ενέδωσα και με έκανες δική σου εκείνο το μοιραίο βράδυ…

Από τότε όπου ήμουν εγώ ήσουν και εσύ, αυτοκόλλητοι εραστές. Δε ζητούσα πολλά. Ούτε να με κεράσεις, ούτε να μου φέρεις λουλούδια ούτε και να γυρίσουμε τον κόσμο μαζί. Ήθελα μόνο να είσαι εκεί, να με κοιτάς με αυτά τα ιριδίζοντα μάτια, να με αγαπάς, να μου κρατάς το χέρι και να με αγκαλιάζεις, να μου χαμογελάς ρε γαμώτο.

Πλέον δε θέλω πολυτέλειες, θέλω εσένα να κοιμάσαι δίπλα μου κάθε βράδυ. Να κάνεις υπομονή όταν απλώνομαι στο κρεβάτι και δε σου αφήνω χώρο και εγώ δεν θα γκρινιάζω για τα ρεσιτάλ ροχαλητού που δίνεις. Θέλω να ξυπνάω το πρωί δίπλα σου και να ξέρω ότι είμαστε καλά. Μόνο αυτό.

Μα εμείς αγάπη μου είμαστε άλλου είδους εραστές και το ξέρεις καλά. Κάνουμε έρωτα με τα μάτια μας, καίμε τις καρδιές μας στο βωμό της αγάπης. Εραστές του ίδιου του έρωτα, εραστές της νύχτας, κλέφτες κομματιών ψυχής και σώματος. Χαμένοι σε καπνούς τσιγάρων, βολεμένοι στα πουπουλένια μαξιλάρια μας ψιθυρίζουμε τα σ’αγαπώ λες και είναι ποινικό αδίκημα.

Έγκλημα η αγάπη μάτια μου δεν είναι. Φωτιά είναι, αμαρτία για μερικούς, χίμαιρα για άλλους, και για εμάς μια ελπίδα, μια σπίθα που αλίμονο και αν καταλήξει σε ολοκαύτωμα.

Και σε αγαπώ, αλήθεια σε λατρεύω, θα το φωνάξω θα το ψιθυρίσω θα το διεκδικήσω. Αλλά μην περιμένεις να δεχτώ να λαμπαδιάσουμε.

Θα παλέψω να κρατήσω χαμηλή τη φωτιά, έντονο τον έρωτα, ήπιες κουβέντες και βίαιες σαρκώδεις πράξεις. Γιατί σε ποθώ, σε ποθώ τρελά, λυσσασμένα, άνευ όρων.

Καιρός λοιπόν να νιώσουμε τον έρωτα, το πάθος την αγάπη, και ας έχουν καταλήξει ρουτίνα.

Γιατί και η ρουτίνα μανάρι μου ένα είδος πρόκλησης είναι, εδώ σε θέλω μάγκα μου, μπορείς; Το ‘χεις; Άντε να σε δω.