Γράφει η Νάντια.

Αν μπορούσα να ζούσα μια μέρα μαζί σου, θα το έκανα. Να ξυπνούσα ένα πρωινό και να ‘μαι μαζί σου. Να ξυπνήσω και να σε βρω δίπλα μου. Σαν να ξυπνούσαμε κάθε μέρα μαζί.

Να γυρίσεις αγουροξυπνημένος και να με φιλήσεις. Με ανάσα ανάλαφρη. Να το έκανες σαν να το κάνεις κάθε μέρα. Να μου ψιθυρίσεις «καλημέρα» και να σηκωθείς αργά για να φτιάξεις καφέ. Να μου μιλάς καθώς φεύγεις απ’ το δωμάτιο για ένα όνειρο που έβλεπες χθες. Κι εγώ να αναρωτιέμαι αν αυτό που ζω είναι όνειρο. Να γελάς και να μιλάς, να μιλάς και να γελάς.

Να φτιάξεις καφέ και να γεμίσει το δωμάτιο απ’ τη μυρωδιά του. Να μάθω κι εγώ επιτέλους πώς τον πίνεις. Να με ρωτήσεις γιατί δε σηκώνομαι και να σου πω πως μ’ αρέσει να χουζουρεύω.

Να ντύνεσαι και να δω επιτέλους το σώμα σου που το φαντάστηκα χίλιες φορές. Να φορέσεις το άσπρο πουκάμισο και να κλείσεις τα κουμπιά του με προσοχή -σχεδόν με ευλάβεια. Να το κλείσεις μέχρι πάνω, μέχρι να κρυφτεί το λακκάκι στο λαιμό σου που αγαπώ και μέχρι να μην μπορώ να διακρίνω πια τα κοκαλάκια στο στήθος σου.  Να περνάς τη γραβάτα γύρω απ’ τον λαιμό σου και να τον κλειδώνεις εκεί. Να γυρίσεις τα μανίκια μάγκικα και να δω τις φλέβες στα χέρια σου να φτιάχνουν ρυάκια, ολόκληρους χάρτες.

Να σκύψεις να βάλεις παπούτσια και να ακούσω τον αναστεναγμό σου στην ιδέα πως σε περιμένει μια μεγάλη μέρα στη δουλειά. Να περάσεις το χέρι σου απ’ το σβέρκο σου. Πονάς; Με μια κίνηση να φτιάξεις βιαστικά τα μαλλιά σου και να ζαλίζομαι μόνο μ’ αυτή τη μικρή σου κίνηση. Να περνάς το ρολόι στο χέρι σου και να το τσεκάρεις μην τυχόν και ξέχασε να κάνει τη δουλειά του. Να βάζεις δυο σταγόνες κολόνια και να νιώθω το άρωμά σου παντού.

Να φοράς τα γυαλιά σου και να φεύγεις αποχαιρετώντας με με ένα φιλί. Να ακούω την πόρτα να κλείνει πίσω σου και το άρωμά σου να φυλακιστεί στο δωμάτιο.

Μα το αγαπημένο μου θα ήταν το βράδυ. Όταν επιτέλους θα επέστρεφες και θα ελευθέρωνες το σώμα σου απ’ τα βαρίδια του. Να χαλαρώνεις τη γραβάτα κι εγώ να μην μπορώ να περιμένω. Να ξεκουμπώσεις αργά το πουκάμισο σαν να θέλεις να με βασανίσεις και να βλέπω ξανά τα κοκαλάκια στο στήθος σου, να θέλω να φιλήσω το λακκάκι στον λαιμό σου. Να κρεμάς το πουκάμισο στην ντουλάπα και να το ζηλεύω που ήταν όλη μέρα πάνω σου. Να πίνεις μια γουλιά απ’ το νερό στο τραπεζάκι και να θέλω να ακουμπήσω τα βρεγμένα χείλη σου.

Κι ύστερα να με πιάνεις και να με φιλάς και να νιώθω επιτέλους πως ανασαίνω! Να κλείνω τα μάτια μου και να σε αγγίζω. Ν’ αρχίζω απ’ τις παλάμες σου, ν’ ανεβαίνω μέχρι τους ώμους και να σταματώ στο λακκάκι σου. Να με κρατάς σφιχτά σαν να μη σου αρκεί το φιλί μας. Να μου βγάζεις τα ρούχα απαλά, χωρίς καν να προσπαθείς. Να με σηκώνεις και να με αφήνεις ξαπλωμένη και τόσο έτοιμη να σου δοθώ.

Κι όταν πια θα είμαστε ένα, να γίνεσαι βίαιος και να με διεκδικείς σαν να ‘χεις να με δεις μήνες, σαν να ‘χεις να παλέψεις για την προσοχή μου. Να με φιλάς πρόστυχα κι η ανάσα σου να καίει. Τα αγγίγματά σου να ‘ναι κοφτά, τολμηρά κι εγώ να σε θέλω ακόμη πιο κοντά μου. Να μην ξεχωρίζουν τα σώματά μας, ν’ ανταλλάζουμε ανάσες κι όταν θα έρθει η κορύφωση να με κοιτάς με θράσος στα μάτια. Στα μάτια κι από ‘κει ίσια στην ψυχή μου.

Τα ρυάκια στα χέρια σου να θέλουν, θαρρείς, να κυλήσουν στα σεντόνια μας και μια φλέβα που χτυπάει ρυθμικά στον λαιμό σου να με προκαλεί να τη φιλήσω. Να έπιανες το σβέρκο σου, πονάς ακόμη; Να με άφηνες να ξαπλώσω στο στήθος σου και να μου έλεγες ιστορίες από όταν ήσουν μικρός. Να σου έλεγα για τις διακοπές μας σαν να ‘χαμε μια ζωή μαζί να ζήσουμε. Να λες για τις χώρες και τους χάρτες σου, να μάθω για τα όνειρα και τους φόβους σου. Να μάθεις για τα μεθύσια μου και πώς κατέληξα εδώ. Να μην ήθελα να κοιμηθώ, γιατί την επόμενη μέρα θα σε ‘χανα.

Να αποκοιμιέμαι και να ξυπνώ το πρωί επιθυμώντας σε ήδη. Νομίζοντας πως έφυγες να με πιάνει το παράπονο. Κι όταν βρω το κουράγιο να σηκωθώ, να σε βρίσκω στην κουζίνα να φτιάχνεις καφέ. Να σε κοιτώ από μακριά να σιγοτραγουδάς κάτι. Θα έτρεχα και θα σε φιλούσα στο λακκάκι σου κι εσύ θα γελούσες κι η φλέβα στον λαιμό σου θα χτυπούσε σαν τρελή.

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη