Γράφει η Άννα Π.

Κλήση πέντε το ξημέρωμα από μη αποθηκευμένο αριθμό. Κάτι κακό θα έχει συμβεί, σκέφτηκα. Είχα απόλυτο δίκιο. Είχε, όντως, συμβεί κάτι κακό αλλά όχι εκείνο το βράδυ. Πριν πολλά βράδια.

Ρώτησα «ποιος είναι» κι έλαβα ως απάντηση ένα ξεψυχισμένο «εγώ» που αγκομαχούσε να βγει ταυτόχρονα με τον αναστεναγμό από το στόμα του μη αποθηκευμένου αριθμού. Ξημερώματα ήταν και δε διέθετα πολλά αποθέματα αντοχών.

«Ποιος εσείς κύριε;» του απάντησα μ’ όση ευγένεια μου είχε απομείνει. «Με ξέχασες;» Κι εγένετο φως. Εκείνος ήταν. Εκείνος που είχε εξαφανιστεί πριν κάμποσο καιρό χωρίς την παραμικρή εξήγηση. Έκλεισε απλά το κινητό, δεν απαντούσε στα μηνύματα κι εγώ αναρωτιόμουν σε ποια στήλη των κοινωνικών έπρεπε να τον ψάξω. Στους γάμους ή στις κηδείες. Έτσι απλά. Χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό πληκτρολόγησε ξαφνικά απόψε τον αριθμό του κινητού μου.

Εσείς λοιπόν που αβίαστα κι άλογα τηλεφωνήσατε, τι ακριβώς περιμένατε να συμβεί; Να συγκινηθώ και να «βγάλω» κι εγώ ένα βαθύ αναστεναγμό ή ν’ αφήσω το ζεστό κρεβάτι μου και να τρέξω σαν άλλη Αστέρω στους δρόμους για να σας βρω;

Μπορεί να πιστεύατε ότι μετά την ολιγόλεπτη παύση μου θα σας ζητούσα να βρεθούμε για να μου δώσετε τις απαραίτητες εξηγήσεις που μου χρωστάτε. Σίγουρα αυτό περιμένατε. Αλλιώς γιατί να μου πείτε ότι θέλετε να με δείτε; Ίσως είχατε σκεφτεί ήδη τις δικαιολογίες που θα μου ξεφουρνίζατε. Όλες βέβαια θα τις ακολουθούσε, κατά το σενάριό σας, κάτι ανάμεσα σ’ αναστεναγμό και λυγμό.

Μπορεί να είχατε σκεφτεί και τις δικές μου αντιδράσεις. Την αρχική μου επιθετικότητα, που θα υποχωρούσε μετά τις πέντε γουλιές καφέ και θα γινόταν προσδοκία για μια καλή δικαιολογία. Κάνετε λάθος όμως, δε θα είχα κανένα απ’ αυτά τα συναισθήματα. Δεν προσδοκώ καλές δικαιολογίες, γιατί δεν πιστεύω σ’ αυτές γενικά. Και κυρίως στις ετεροχρονισμένες δικαιολογίες.

Το θέμα με τις εξηγήσεις, αγαπητέ μου, είναι ότι πρέπει να δίνονται την κατάλληλη στιγμή. Μόνο έτσι υπάρχει και η πιθανότητα συγχώρεσης.  Τώρα που θελήσατε να τις δώσετε, μου είναι παντελώς αδιάφορες. Μια χαρά συνεχίζω τη ζωή μου και χωρίς αυτές.

Γιατί όσο εσείς ήσασταν εξαφανισμένος και δημιουργούσατε τις δικαιολογίες σας, εγώ διέγραφα ένα-ένα τα πράγματα από τη λίστα μου. Ξεκίνησα με τα εύκολα. Πρώτα τον αριθμό, μετά τις φωτογραφίες μέχρι που έφτασα στο σημείο να ξεχάσω τη φωνή και τη μορφή σας. Οφείλω να σας ευχαριστήσω γι’ αυτό. Η συμπεριφορά σας διευκόλυνε κατά πολύ τα πράγματα. Χρειάστηκα πολύ λιγότερο χρόνο απ’ όσο υπολόγιζα.

Δε μου είστε κάτι παραπάνω από ένας απλός περαστικός. Κάποτε ήσασταν, αλλά με αναγκάσατε ν’ αναιρέσω το ίδιο μου το πάθος. Όχι επειδή εξαφανιστήκατε, αλλά επειδή υποτιμήσατε την αντίληψή μου. Είναι δικαίωμά σας να έχετε τάσεις φυγής. Είναι όμως και δικό μου δικαίωμα ν’ αποβάλω από τη ζωή μου και το μυαλό μου ό,τι δεν άξιζε για περισσότερο από ένα βράδυ.

Εσείς λοιπόν, κύριε, που μετανιώσατε για τις πράξεις σας και τα λάθη σας κατόπιν εορτής να πάτε εκεί που μπορούν να λύσουν το ψυχολογικό σας αδιέξοδο. Εγώ δεν κατέχω την επιστήμη  της ψυχολογίας. Ακόμα κι αν την κατείχα, δε θα σπαταλούσα το χρόνο μου σε μια υπόθεση που θεωρώ χαμένη.

Όσο για τ’ ότι πέρασε καιρός που σκεφτόσασταν αυτή σας την πράξη, είμαι βέβαιη ότι την σκεφτόσασταν στα διαλείμματα που κάνατε ανάμεσα στις καφετέριες και τα μπαρ. Τώρα λοιπόν που σας ξέρασαν από ‘κει, μην αναζητάτε καταφύγιο σ’ εμένα. Δε διακρίνομαι για τον οίκτο μου και για τα χριστιανικά μου αισθήματα.

Θα ήθελα να σας αποσαφηνίσω για ποιο λόγο σας απευθύνομαι στον πληθυντικό. Θα σας έχει παραξενέψει. Δεν είναι τρόπος για να δείξω την απόσταση που έχω μαζί σας. Απλά έχω μάθει να μιλάω στον πληθυντικό στους αγνώστους. Είναι δείγμα ευγένειας.

Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Παπασάββα.