Οι πιο ωραίες βόλτες μου εκείνες που πήγαμε παρέα. Στενάκια που δεν είχα ξαναδεί, τα ανακάλυψα πρώτη φορά με σένα. Σπίτια που παρατηρήσαμε μαζί, εκείνα που κοντοστεκόσουν και σου τραβούσαν την προσοχή, που μου μιλούσες για αρχιτεκτονική κι αισθητική, την ίδια στιγμή που στο μυαλό μου έφερνα πώς θα μπορούσε να ‘ναι το δικό μας ιδεατό σπίτι. Μπορεί και συ, μπορεί πάλι και όχι.

Χιλιόμετρα έχουμε κάνει τα δυο μας κι ας έχει μείνει η σχέση μας στο μηδέν. Βόλτες χωρίς προορισμό, από εκείνες που δε μας ένοιαζε από πού θα στρίψουμε, που δεν είχε καμία απολύτως σημασία ο προορισμός γιατί στην τελική στο ίδιο σημείο θα καταλήγαμε. Το ραντεβού μόνιμα στο ίδιο σημείο συνάντησης. Μια ευθεία απ’ το σπίτι σου κι όμως τώρα που το σκέφτομαι ποτέ δεν ακολουθήσαμε την ίδια διαδρομή. Στις ίδιες οδούς, στους ίδιους δρόμους κι όμως κάθε μας έξοδος και διαφορετική. Μια πόλη τόσο δα κι όμως πάντα υπήρχε κάτι καινούριο. Κάτι που δεν είχα ξαναδεί ή που μπορεί να μην είχα παρατηρήσει, αφού στην πραγματικότητα η προσοχή μου ήταν στραμμένη πάνω σου.

Βόλτες μες το κρύο, στιγμές που δεν μπορείς παρά να νοσταλγήσεις τη ζεστασιά του σπιτιού. Κι όμως εμείς οι δυο συνεχίζαμε να περπατάμε. Ξέραμε πως η θερμοκρασία δε θα έμπαινε εμπόδιο στο να απολαύσουμε ο ένας την παρέα του άλλου. Μια άτυπη συμφωνία μεταξύ μας ότι το ουδέτερο περιβάλλον του δρόμου, εκεί που περπατούσαν οι πολλοί, θα κατάφερνε να κρύψει τη μεταξύ μας ένταση, δε θα άφηνε χώρο σε τίποτα παραπάνω να αναπτυχθεί.

Κι όμως συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Κάθε μας στενό έχει ακούσει μια διαφορετική συζήτηση. Δήθεν τυχαία αγγίγματα ήταν ικανά να φτάσουν το πάθος στα ύψη και να αποτελέσουν αφορμή για τις πιο ωραίες κουβέντες. Ένα χάδι εκεί που δεν το περίμενα, εκεί που τα αδιάκριτα βλέμματα τρίτων κατάφερναν να το αντιληφθούν, έκανε ακόμη πιο μαγική τη βόλτα μας. Εξομολογήσεις και λέξεις πολλές. Έτσι στα ξαφνικά, χωρίς να το ‘χουμε κανονίσει από νωρίτερα, απόφαση της τελευταίας στιγμής να απολαύσουμε έναν περίπατο. Χωρίς να ψάχνεις ρούχα μπροστά απ’ την ντουλάπα, χωρίς να σχεδιάζεις ώρες πριν τι ακριβώς έχεις να πεις. Αυθόρμητα κι ανεπιτήδευτα ήταν όλα μεταξύ μας.

Κι εκείνες οι βόλτες ήταν αλήθεια οι πιο όμορφες για μένα. Η χροιά της φωνής σου, τα αστεία σου, τα σκουντήματα γεμάτα υπονοούμενα. Περπάτησα στους ίδιους δρόμους χωρίς εσένα κι ένιωσα ότι είχαμε αφήσει το δικό μας στίγμα, ότι κάτι έλειπε. Δεν ξέρω αν θα ξαναπάμε βόλτα μαζί. Ξέρω όμως πως κάθε φορά που θα περνάω απ’ τα ίδια στενά θα έρχεσαι δήθεν τυχαία στο μυαλό μου. Τα ‘χω συνδέσει με σένα, με αναμνήσεις όμορφες. Όμως πια έχουμε σταματήσει να πηγαίνουμε βόλτες.

Εκείνο το ζευγάρι αθλητικά που με βόλευε να φοράω κάθε που έβγαινα μαζί σου γιατί ήξερα πως η βόλτα μας θα ‘ναι γυμναστική κανονική, έχει μείνει πια στην άκρη. Θέλω ν’ ανακαλύψουμε κι άλλα μέρη παρέα, να πρωτοαντικρίσουμε κι άλλες ομορφιές μαζί. Μου λείπουν τα βήματά σου δίπλα στα δικά μου, οι στιγμές που από αμηχανία κοιτούσα τα παπούτσια μας, πριν σηκώσω το βλέμμα μου και δω δυο μάτια να με κοιτάζουν δίνοντάς μου τις πιο βουβές υποσχέσεις.

Στις βόλτες που πήγαμε και σε εκείνες τις άλλες που δεν ξέρω αν πρόκειται να ‘ρθουν. Σε σένα που με ξεκούνησες να βγω επιτέλους απ’ το σπίτι.