Γράφει η Ταρσή
Φόρεσα το παλτό μου και βγήκα να περπατήσω. Το σπίτι δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις σκέψεις μου. Πέρυσι είχα στολίσει μόνη, με σένα να λείπεις μακριά ξέροντας πως θα είναι οι τελευταίες μας γιορτές χωριστά. Θυμάμαι που μου είχες κάνει βιντεοκλήση να σου δείξω το σπίτι «μας». Γελούσες λέγοντάς μου πως έχω στολίσει κάθε γωνιά. Μου υποσχέθηκες πως του χρόνου θα το κάναμε μαζί. Περάσαμε χώρια τις γιορτές, αλλά και τόσο κοντά, μ’ ένα τηλέφωνο αγκαλιά και πολλές υποσχέσεις. Υποσχέσεις για όλα εκείνα τα χρόνια που θα μας έβρισκαν μαζί και για όλες τις δικές μας επόμενες γιορτές. Ήξερα πως εσύ θ’ αναλάμβανες τα εορταστικά τραπεζώματα και ‘γω απλώς θα ήμουν βοηθός σου.
Κοιτάζω το δέντρο μου όσο φοράω τις μπότες μου για να βγω. Δεν ήθελα να στολίσω. Δεν ήθελα τίποτα φέτος. Είναι οι πρώτες μου γιορτές χωρίς εσένα. Το σπίτι μου φαίνεται άδειο. Ακόμη κι όλα αυτά τα φωτάκια δεν έχουν καταφέρει να σκορπίσουν φως. Σκοτεινά όλα. Ο κόσμος δίπλα μου περπατά χαρούμενος. Ζευγάρια πιασμένα χέρι-χέρι. «Έλα, δώσε μου το χέρι σου» μου έλεγες κάθε φορά που περπατούσαμε δίπλα-δίπλα. Και ‘γω έτρεχα να κάνω πράξη την επιθυμία σου. Θυμάμαι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς που ήσουν μακριά με τη δουλειά σου και ‘γω με την οικογένειά μου. Σου τηλεφώνησα, μετρήσαμε αντίστροφα τον χρόνο κι ευχηθήκαμε στον επόμενο δικό μας χρόνο. Κι αυτός ο επόμενος χρόνος που σε λίγες μέρες φεύγει, σε πήρε και σένα μαζί του. Κατάφερα και σηκώθηκα στα πόδια μου. Κανένας δεν κατάλαβε τι πέρασα. Μόνο εκείνη η φίλη μου, ο άγγελός μου, δίπλα μου σε όλα τα δύσκολα.
Άρχισε να βρέχει. Δε με νοιάζει. Πέρασα πολλές καταιγίδες αυτή τη χρονιά για να φοβάμαι τώρα δυο ψιχάλες. Με άδειασες. Έφυγες σαν κυνηγημένος. Έφυγες και με άφησες σ’ ένα σπίτι με τα πράγματά σου και τις αναμνήσεις. Ποτέ δε μου έδωσες εκείνη την εξήγηση που δικαιούμουν. Νομίζεις πως οι άνθρωποι γαληνεύουν όταν έχουν αναπάντητα γιατί; Νομίζεις πως οι ψυχές βολεύονται σ’ ένα τέλος χωρίς λέξεις; Συγνώμη αλλά γελάω. Η χρονιά φεύγει και ‘γω θα είμαι εκεί να την αποχαιρετήσω. Χωρίς εσένα, χωρίς τις υποσχέσεις σου, χωρίς τα «για πάντα» που ορκιζόσουν. Τα μόνα «για πάντα» που θα χρωστάω πια, είναι αυτά στον εαυτό μου. Να μη σε ξανασυναντήσω ποτέ στο δρόμο μου. Να θυμάμαι πάντα πώς μοιάζει ο πόνος που μου προκάλεσες. Να μην ξεχάσω ποτέ πόσο εύκολα λέγονται τα λόγια όταν δεν τα εννοείς. Να λέω πάντα στον εαυτό μου πως ήρθες, πήρες, πέταξες κι έφυγες.
Εγώ στάθηκα στα πόδια μου και περπάτησα. Κι ήξερες πως εγώ πάντα ξαναγεννιέμαι από τις στάχτες μου. Γιατί, όταν βουλιάζω, παίρνω φόρα από τον πάτο, ξαναβγαίνω στην επιφάνεια και διασχίζω ωκεανούς. Εγώ δε βολεύομαι σε ξεχασμένες αγκαλιές και δεν σκορπάω τα σ’ αγαπώ όπου μου τα ζητάνε εύκαιρα. Το μόνο που με κάνει να λυπάμαι, είναι πως καμία χρονιά που θα σε βρίσκει, δε θα σου φέρνει ποτέ εκείνο το αίσθημα της πληρότητας και της αγάπης, όσες φορές κι αν το προσπαθήσεις. Άραγε εσύ, στόλισες φέτος;
Σε σένα, που μαγείρεψες τη ζωή μου με τα πιο πικρά υλικά.