Γράφει η Π. Ν..

 

Άσε μου μόνο μερικά πράγματά σου. Να τα καθαρίζω, να τα τακτοποιώ, να τα βάζω στη μεριά τους για να ξέρω πως κάτι ξεκαθάρισα και σήμερα. Κάτι έστειλα εκεί που του ανήκε. Όμως για στάσου. Καλύτερα όχι. Πάρ’ τα μαζί σου. Σε λίγο δε θα χωράμε εδώ μέσα διερχόμενοι και μόνιμοι.
Άφησέ μου αν είναι τη φωνή σου. Το πώς αρθρώνεις τα μεγάλα και τα μικρά. Να έχει ποικιλία η συνείδησή μου στις εντολές που λαμβάνει. Οι δικές μου καμία φορά αργούν να τη φτάσουν.

Ή μάλλον όχι. Πάρε και τη φωνή σου. Ας υπάρχει ένας λιγότερος που δεν ενώνεται μαζί μου. Ένας λιγότερος με τόσο χαρακτηριστική ταυτότητα που θα καθόριζε και τη δική μου. Άσε μου μόνο τα μάτια σου τότε. Το πώς πέφτουν πάνω στα ίδια και στα ίδια. Το πώς αντικρίζουν τα απίστευτα μήπως και γίνουν τα δικά τους πιστευτά. Το πώς με κοιτάνε και κάνω πως δεν καταλαβαίνω και πολλά. Το πώς με ψάχνουν και τα έχω καταλάβει όλα. Μπα, όχι, ξέρεις κάτι; Καλύτερα να τα πάρεις κι αυτά. Αν συνηθίσω στο ότι με κοιτούσες αλλά δε με έβλεπες, πώς θα βρίσκω αυτό που δεν προέρχεται από την όραση;

Άσε μου μόνο το φιλί σου. Το ξέρω πια πως ο Ιούδας δέχτηκε να σπιλώσει το όνομά του από μόνος του. Θυσία στον ένα και μοναδικό θεό του για να εξυπηρετήσει το νόημα της ιστορίας του. Ωστόσο, αν το καλοσκεφτείς, πρέπει να το πάρεις κι αυτό. Έχεις πολλούς θεούς και θα σου χρειαστεί. Εγώ ένα βωμό έχω που δε σου ζήτησε ούτε αυτό. Άσε μου τότε τα χέρια σου. Από όλες τις δοκιμασμένες αγκαλιές, κάποια θα πετύχει. Κι αν καταφέρω έτσι να ξεγελαστώ πως δεν τις θέλω, θα δω καθαρά και τη γραμμή της μοίρας στην παλάμη σου. Θυμάμαι πάντα βέβαια πως αυτή δεν ξεγελιέται. Έδειχνε μονίμως αντίθετα από μένα. Άλλη κατεύθυνση. Γι’ αυτό επειδή δεν έχω και τι να τους τάξω να μου φερθούν καλύτερα, πάρ’ τα και τα χέρια σου. Θα δούλευαν μέρα- νύχτα για να βρίσκομαι στην προέκτασή τους, αν τολμούσαν. Γι’ αυτό πάρ’ τα κι αυτά. Χάρισμα σε αυτούς που δεν μπορούν. Ξέρεις ποιους λέω. Αυτούς που ταΐζεις.

Άσε μου μόνο τότε, αν θες, τα πόδια σου. Εγώ θα τα μάθω πώς εξαργυρώνονται όλα τα «φεύγω» κι αυτά θα μου μάθουν πώς εξαργύρωσαν τα «θέλω να γυρίσω». Θα βρεθούμε στη μέση. Σ’ εκείνο το «μείνε, πριν φτάσουμε στο ανεπανόρθωτο» κι ύστερα θα σου ζητήσω να τα πάρεις κι αυτά. Γέμισε ο τόπος από αυτούς που δεν κάνουν βήμα για τη ζωή τους γιατί νομίζουν πως τους το χρωστάει να γίνει όπως τη θέλουν. Πάρ’ τα τα πόδια σου. Γιατί αν δε χρωστάνε στη ζωή, χρωστάνε σε ‘κείνον τον έναν και μάλλον δεν ήμουν εγώ.

Άσε μου το γέλιο σου, αν είναι έτσι. Το μεγαλύτερο αστείο από όλα ούτως ή άλλως, είναι που δεν είμαστε μαζί. Αν το βάλω μαζί με το δικό μου ίσως το σώσω από το γελοίο. Όμως δε φτάνει μόνο ο γιατρός για να σωθείς. Πρέπει και σαν ασθενής να το θες. Κοίτα όμως. Δεν ξέρω πολλά για τα δάκρυα. Απλώς ξέρω ότι αφού δεν κλαίμε μαζί, δε θα γίνει και να γελάσουμε. Γι’ αυτό πάρ’ το κι αυτό.

Ίσως, αν θες, άσε μου τις αναμνήσεις τελικά. Να έχω να θυμάμαι να αναπολώ και να βάζω προτεραιότητες στη μνήμη αφού μέσα μου όλα είναι της ίδιας σημασίας. Το ίδιο κάνεις κι εσύ, το ξέρω. Το νιώθω κάτι βράδια που η ενέργειά σου με κυκλώνει λες και μόνο η θύμησή μου υπάρχει στη γη. Όμως όχι, για κάτσε. Αν αφήσω την ενέργεια να κάνει ό, τι θέλει πώς θα εκπληρώσει το σκοπό της η παρουσία; Γι’ αυτό, μιας και δεν είσαι εδώ, πάρε και τις αναμνήσεις. Πάρ’ τες πίσω από ‘κει που τις άφησες.

Πάρ’ τα όλα. Να σου δώσω κι άλλα αν δε σου φτάνουν. Πάρ’ τα όλα, όμως δώσε μου πίσω εμένα.

 

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου