Τη συνάντησα μια ηλιόλουστη μέρα στο πάρκο -αν κι εκείνη έλαμπε περισσότερο από τον ήλιο. Πήγαινα βόλτα το σκύλο μου και εκείνη έκανε τζόκινγκ δίπλα μου. Τα μάτια μας συναντήθηκαν κι ένιωσα μια άμεση σύνδεση σαν αυτή που περιγράφουν σε cheesy ταινίες. Εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι θα γινόταν σημαντική στη ζωή μου, αλλά δεν ήξερα το πόσο.

Πήγα κοντά της. Αρχίσαμε να μιλάμε κι ανακάλυψα ότι είχαμε πολλά κοινά. Μας άρεσε και στους δύο να ταξιδεύουμε, να διαβάζουμε βιβλία και να δοκιμάζουμε νέα φαγητά. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα κι αρχίσαμε να στέλνουμε μηνύματα ο ένας στον άλλον κάθε μέρα. Μιλούσαμε για τα πάντα, από τις αγαπημένες μας παιδικές αναμνήσεις μέχρι τους βαθύτερους φόβους μας.

Καθώς γνωριζόμασταν καλύτερα, έπιασα τον εαυτό μου να την ερωτεύεται όλο και περισσότερο. Μου άρεσε ο τρόπος που έλαμπαν τα μάτια της όταν μιλούσε για κάτι που την ενθουσίαζε. Μου άρεσε ο τρόπος που γελούσε με τα ανόητα αστεία μου. Μου άρεσε ο τρόπος που με έκανε να νιώθω, δίπλα της πίστευα μπορούσα να κατακτήσω τα πάντα -ακόμα κι αν ήταν δύσκολα, ακόμα κι αν όλα πήγαιναν λάθος.

Βγήκαμε το πρώτο μας ραντεβού λίγες μέρες αργότερα. Είχα άγχος, αλλά μόλις την είδα όλα μου πέρασαν. Πήγαμε σ’ ένα χαριτωμένο μικρό εστιατόριο στο κέντρο της πόλης και μιλούσαμε για ώρες. Φρόντισα όσο μπορούσα το μέρος να ταιριάζει με το vibe της ώστε να νιώθει άνετα. ήταν τόσο «πολύχρωμα» και ζωντανά εκεί μέσα, σχεδόν όσο η ίδια. Μιλήσαμε για τις ελπίδες και τα όνειρά μας και μοιραστήκαμε τις αγαπημένες μας ιστορίες. Θυμάμαι φορούσε ένα απλό ροζ φόρεμα και τα μαλλιά της ήταν πιασμένα πίσω σε αλογοουρά. Μου έκανε και πάλι τόση εντύπωση η ομορφιά της, αλλά δεν είχα το θάρρος να της το πω. Συνεχίζαμε ν’ ανταλλάσσουμε ματιές καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς, και τελικά βρεθήκαμε να στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο με τα χείλη κολλημένα. Στο τέλος της βραδιάς, ήξερα ότι ήθελα να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί της -κι ήμουν όσο σίγουρος δεν έχω ξανά υπάρξει.

Οι μήνες πέρασαν και τα αισθήματά μας γινόταν κάθε μέρα και πιο δυνατά. Πηγαίναμε μαζί εκδρομές, εξερευνούσαμε συνεχώς νέα μέρη και δοκιμάζαμε διάφορα πράγματα. Υποστηρίζαμε ο ένας τον άλλον στις δύσκολες στιγμές και γιορτάζαμε ο ένας τις νίκες του άλλου. Ήξερα ότι είχα βρει τον άνθρωπό μου και δεν ήθελα για κανέναν λόγο να τον χάσω. Μαζί γελούσαμε, μαζί μεγαλώναμε, μαζί τα βγάζαμε πέρα στα δύσκολα.

Τώρα, τόσα χρόνια μετά, είναι φυσικά ακόμη ο άνθρωπός μου. Ξυπνάει δίπλα μου, μού λέει «καλημέρα όμορφε» και φωτίζει όλο το δωμάτιο. Μου θυμίζει να πίνω τακτικά νερό, να βάζω βενζίνη στο αυτοκίνητο και να τηλεφωνώ στους συγγενείς μου. Ανάμεσα σ’ όλους τους ανθρώπους της γης, πάντα θα είναι ο αγαπημένος μου και πάντα θα θυμάμαι την πρώτη φορά που την είδα και το πρώτο μας ραντεβού. Πάντα θα τη γιορτάζω, μα στα γενέθλιά της λίγο περισσότερο.

Χρόνια πολλά λοιπόν μωρό μου, να είσαι πάνα ο φωτεινός και γελαστός άνθρωπος που γνώρισα. Σ’ αγαπώ.

 

Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου