Ας μιλήσουμε για τα τρίτα πρόσωπα. Για εκείνα που προϋπήρχαν ανάμεσά μας, που εμφανίστηκαν και μας έκαναν να νιώσουμε ότι γινόμαστε εμείς το τρίτο πρόσωπο -χωρίς ποτέ να υπήρξαμε.

Ένα περίεργο συναίσθημα, μια κατάσταση στην οποία μπήκες άθελά σου, δίχως να ξέρεις τι και πώς θα ακολουθήσει. Ένα παιχνίδι που ποτέ δεν ένιωσες να παίζεται ανάμεσα στους δυο σας, ένας φόβος που ίσως ενδόμυχα σε κατέκλυζε από καιρό. Ένα ένστικτο που βγήκε στην επιφάνεια και μια αλήθεια που σιγά-σιγά άρχισες να καταλαβαίνεις.

Μια ιστορία που άρχισε με σένα να πιστεύεις πως είστε μόνο οι δυο σας, πως ταιριάζετε, πως βρήκες ίσως τον άνθρωπό σου. Έκανες επιμονή, υπομονή, δούλεψες με τ’ άλλο άτομο και τον εαυτό σου, έδωσες όσα είχες. Ήσουν εκεί επειδή αυτό ήθελες και τίποτα άλλο. Ήσουν σίγουρος πως με αυτό το άτομο θέλεις να συνεχίσεις -κι όσο πάει. Αψηφούσες κάθε τι που έμπαινε μπροστά σας και πίστευες σε σας όσο τίποτα -μέχρι που κατάλαβες πως δεν είστε μόνο οι δυο σας.

 

 

Γιατί όσο κι αν δε θέλεις να το πιστέψεις, αυτή είναι η κατάσταση. Κι ας μην πιστεύεις ότι προδόθηκες, ότι οι φόβοι σου εν μέρει βγήκαν αληθινοί. Γιατί βαθιά μέσα σου το ήξερες. Όταν έρχεσαι πια «δεύτερος» το νιώθεις, το αναγνωρίζεις, ξέρεις ότι έρχεται. Κι όχι από τη συμπεριφορά του άλλου -συνήθως-, αλλά του τρίτου ατόμου που πλησιάζει μπαίνοντας από τη χαραμάδα που είχε μείνει ανοιχτή. Κάποιος φρόντισε να αφήσει αυτό το κενό ανοιχτό, αφήνοντας χώρο να μπει κι άλλο άτομο και να επηρεάσει και τη δική σου ζωή. Δεν υπολόγισε το πώς θα νιώσεις, το γιατί να σε έχει και να σε ταλαιπωρεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Μπαίνεις στη διαδικασία της αντιστροφής των συναισθημάτων. Νιώθεις κάτι που δεν είσαι. Βάζεις τον εαυτό σου σε μια θέση που κάποιος άλλος επέλεξε να σε βάλει, γιατί με τον τρόπο του σ’ έκανε να νιώσεις πως ποτέ δεν ήσουν ολοκληρωτικά εκεί.

Το να κάνεις τον κομπάρσο και να περιμένεις να μάθεις αν όλο αυτό είναι αλήθεια ή βρίσκεται στο μυαλό σου, σε φθείρει και ταλαιπωρεί το μέσα σου με σκέψεις που δεν ταιριάζουν σε σένα και σ’ όλο αυτό που υπέμενες τόσο καιρό. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, το να νιώθεις αβέβαιος και συνεχώς απειλούμενος από αναπάντεχες κινήσεις δε θα σε κάνει καλύτερο σύντροφο ή γενικότερα άνθρωπο, ούτε θα βελτιώσει την κατάσταση. Θα βρίσκεσαι συνεχώς σ’ ένα ατελείωτο κενό, θα νιώθεις ότι έρχεσαι τρίτος και θ’ απειλείσαι από ένα άτομο που στην τελική δε γνωρίζεις. Αφού νιώθεις σαν να υπάρχει μέσα στη ζωή σου, σαν να το ξέρεις καλά χωρίς να έχει χρειαστεί να συστηθείς. Ακούς και μαθαίνεις από γύρω ότι έτσι είναι. Οι σκέψεις σου, που στην πορεία έγιναν φόβοι, συνέχεια επιβεβαιώνονται. Γίνεσαι το τρίτο πρόσωπο γιατί άλλοι σε τοποθέτησαν εκεί. Γιατί εσύ ήρθες δεύτερος και εισέβαλες σε κάτι που έμεινε ατελείωτο, γιατί κάποιος προσπάθησε να το ξεχάσει ακατόρθωτα.

Κάποιος άλλος προσπαθεί να πάρει τη θέση σου, κάνει τα πάντα με μικρές κινήσεις που είναι φανερές και πειστικές. Αφήνει ερωτηματικά, κενά για το συμβαίνει τελικά ή όχι. Κι εσύ περιμένεις μια απάντηση. Απλά καταλαβαίνεις στο τέλος ότι δεν έχεις χώρο σ’ όλο αυτό και δε θέλεις να δώσεις κάτι άλλο. Γιατί εσύ προσπάθησες, έκανες ό, τι περνούσε από το χέρι σου, έδωσες κομμάτι των αισθημάτων σου σ’ αυτό το πρόσωπο και κάποιος άλλος ήρθε για να στο πάρει -και το πρόσωπο συμφώνησε.

Γιατί όσο κι αν θέλεις να είσαι εκεί, άλλο τόσο θέλεις να είσαι αξιοπρεπής και πρωταγωνιστής του έργου. Γιατί δε θα δεχτείς να παίξεις δεύτερο ρόλο για κανέναν. Γιατί δε θέλεις να είσαι το «περίμενε» κανενός.

Συντάκτης: Μαρία Παράσχου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου