Γράφει η Ειρήνη.

 

Ήθελα να γράψω κάτι μοναδικό, κάτι διαφορετικό μα τα κύτταρά μου ζητούσαν να μιλήσουν για εσένα πάλι. Λείπεις και δε λειτουργώ κανονικά. Λείπεις και θέλω συνέχεια να μιλάω για εσένα. Θέλω συνεχώς να περιγράφω σε όλους τις στιγμές μας, να κρατάω τη μνήμη ζωντανή.

Προσπαθούσα διαρκώς να αλλάζω κουβέντα, ξέρεις, να μην καρφώνομαι πως σε θέλω τόσο μα όλο χωρίς να το καταλαβαίνω άκουγα τον εαυτό μου να μιλάει για εσένα. Θεέ μου, να με έβλεπες από μια γωνιά πώς γελούσανε τα μάτια μου όταν τους έλεγα για τις βόλτες μας, πώς τα μάτια μου βούρκωναν όταν θυμόμουν τις φορές που δε μιλούσαμε για κάποια παρεξήγηση και πώς το θολωμένο μου μυαλό έπαιρνε γρήγορες στροφές.

Πάλι για σένα γράφω. Ίσως να μην έπρεπε να αντιδράω έτσι, να έπρεπε να σε πάρω για λίγο αγκαλιά και να περάσω λίγο περισσότερο χρόνο μαζί σου. Μα βλέπεις δεν εκτίμησα σωστά τις στιγμές διότι λένε πως τίποτα δεν υπολογίζεις ότι θα χάσεις παρά μόνο όταν το χάσεις.

Μαζί σου, έπεσα στην παγίδα που τόσο καιρό έλεγα πως δε θα πέσω ποτέ. Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο, όχι να εμπιστευτεί, μα να αγαπήσει ένα άνθρωπο σαν εσένα, τέλεια ατελή. Και το κακό είναι πως όλα σου τα λάθη τα δικαιολογούσα στο τέλος της μέρας. Καταστρεφόμουν καθημερινά μα δεν ήθελα να σε αφήσω. Δε θα σε αφήσω. Εδώ θα είμαι, δε θα χαθώ, δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς.

Θα μείνω εδώ, άλλοτε με τους δικούς μου να τους μιλάω για εσένα που έχουν κουραστεί να με ακούνε κι άλλοτε να μιλάω με τον εαυτό μου, που να σου πω την αλήθεια αυτός με έχει βαρεθεί πιο πολύ απ’ όλους. Βλέπεις, τον έχω κουράσει το δύσμοιρο με τις λάθος αποφάσεις μου. Έχει κουραστεί να τον πληγώνω και να μην τον νοιάζομαι μα είναι που δίνω όλη μου την προσοχή σ’ εσένα και δεν μπορώ να σκεφτώ εμένα. Ξέρω πως άμα είσαι καλά θα βρω τη δύναμη να γίνω και εγώ.

Πάλι για σένα γράφω. Από  το πρώτο λεπτό ήθελα να σου πω πολλά. Ήθελα να μιλάμε με τις ώρες, ήμασταν μαζί και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν εσένα. Δεν υπολόγιζα το χρόνο παρά μόνο τις στιγμές που με κοιτούσες. Ερχόσουν κοντά μου κι εγώ έλιωνα. Έφευγα και μαραινόμουν κι όταν σε συναντούσα το επόμενο βράδυ άνθιζα πάλι. Μου βγάζεις την εκδοχή του εαυτού μου που δεν ήξερα πως υπάρχει. Εγώ, ο πιο απροσάρμοστος άνθρωπος είμαι έτοιμος να προσαρμοστώ για πάρτη σου.

Λείπεις και θέλω συνεχώς να ακούω το όνομά σου. Λείπεις κι ο εαυτός μου άρχισε να τα χάνει. Θέλει να σε δει, θέλει να σε έχει κοντά του. Έχει βαρεθεί οι μέρες να κυλάνε χωρίς ουσία, έχει σιχαθεί να βλέπει τα χρώματα του ουρανού αφού δεν τα βλέπει μαζί σου και γενικά σε θέλει δίπλα του. Πάλι για σένα γράφω. Γαμώτο.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου