Από μικρός προτιμούσα τα αγοράκια. Που να τολμήσω όμως να το παραδεχτώ; Μια κλειστή κοινωνία επενδυμένη με προκαταλήψεις, δεν άφηνε περιθώριο. Άρρωστους μας λέγανε.
Κάπως έτσι κατέπνιξα τις ορμές μου. Πειραματίστηκα με κοριτσάκια της ηλικίας μου αλλά και μεγαλύτερες γυναίκες. Πάντα όμως κάτι μου έλειπε.
Το παζλ του έρωτα έψαχνε το κατάλληλο κομμάτι για να κουμπώσει.
Κάπως έτσι έφτασα στα είκοσι και την ευχαρίστηση του έρωτα που άκουγα απο φίλους εγώ δεν την είχα αγγίξει. Σημαδιακά τα εικοστά μου γενέθλια.
Εκείνη τη μέρα έπιασα δουλειά στο μεγαλύτερο φαρμακείο της περιοχής μου.
Τον ιδιοκτήτη τον ήξερα όπως όλοι γνωρίζονται σε μια κωμόπολη. Το παραδέχομαι. Αποτελούσε για πολλά βραδιά τον κυριότερο πρωταγωνιστή των φαντασιώσεων μου. Ετών τριάντα πέντε. Με μια τραχιά γοητεία νόμιζες ότι αν σε κοιτούσε λίγο παραπάνω στα μάτια θα έλιωνες.
Η εργασία ήταν απόλαυση. Η αύρα του με τύλιγε και ένιωθα απόλυτα ερωτευμένος μαζί του. Ήξερα όμως ότι δεν έπρεπε να εχω φρούδες ελπίδες. Περιστοιχιζόταν συνεχώς απο γυναίκες και του χρέωναν τον έναν δεσμό μετά τον άλλον. Καμία ελπίδα σκεφτόμουν.
Πόσο λάθος!
Ένα βράδυ ενώ είχαμε μείνει μόνοι μας στο μαγαζί και εγώ έκανα ταμείο, με πλησίασε από πίσω και ένιωσα την φωνή του να γαργαλάει το λαιμό μου.
Η συνέχεια αναμενόμενη και καθόλου αθώα.
Γύρισα σπίτι και δεν το πίστευα. Ήταν όπως εγώ. Πόσο ευτυχισμένος ένιωθα. Κι ένιωθα έτσι για αρκετό καιρό. Τα ραντεβού μας κρυφά μακρυά απο την περιοχή. Άλλοτε το μικρό του γραφείο με τον άβουλο καναπέ φιλοξενούσε τον έρωτά μας.
Το συναίσθημα απόλυτο. Και από τις δυο πλευρές. Να φύγουμε μακρυά, μου έλεγε. Και τον πίστευα με όλη την άγνοια του πρώτου και άδολου έρωτα.
Όνειρα, σχέδια, ταξίδια που μας έκαναν να αντέχουμε την καταπίεση της κοινωνίας.
Πέταγμα στα σύννεφα. Πόσο τυχερός ήμουν.
Οι μήνες πέρασαν και γίνανε χρόνια. Τρία συναπτά για την ακρίβεια. Και η σχέση μας εκεί στο ίδιο σημείο όπου ξεκίνησε. Κοιτάς πίσω, κοιτάς μπροστά. Οι ίδιες εικόνες. Καμία εξέλιξη.
Σαν γκόμενα ακούγομαι. Αλλά οι άντρες είμαστε χειρότεροι σε αυτά. Θέλουμε πλήρη ελέγχο της κατάστασης. Να ξέρουμε που πατάμε και που βρισκόμαστε.
Και εμένα με τρελαίνει που δεν είχα τον έλεγχο της ζωής του και της σχέσης μας.
Προβλήματα, γκρίνιες, σκηνές είχαν μπει στο καθημερινό πρόγραμμα. Δεν άντεχα να περνάμε απλά την ώρα μας. Ήμουν έτοιμος για το επόμενο βήμα, όπως το είχαμε σχεδιάσει.
Να φύγουμε μακρυά οι δυο μας. Κάπου που δεν θα μας ένοιαζαν τα σχόλια και οι προκαταλήψεις του κόσμου. Να είμαστε άγνωστοι μεταξύ άγνωστων.
Εκείνος όμως, άρχισε να απομακρύνεται. Οι συναντήσεις μας μειώθηκαν, το πάθος μας πήγε περίπατο.
Δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Ήταν απλά ένας ξένος. Απρόσιτος, ψυχρός, δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν οι υποψίες μου.
Είχα δει εδώ και καιρό τη γυναίκα που ξεροστάλιαζε στο μαγαζί και συζητούσαν διαρκώς. Ωστόσο το μάτι μου, δεν είχε διακρίνει κάτι ύποπτο. Κάπως έτσι, πάλευα να απωθήσω τις αρνητικές σκέψεις.
Μέχρι που ένα πρωί, τους είδα να φιλιούνται. Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, μέχρι να το κουβεντιάσω μαζί του.
Η απάντηση λιτή κόφτη σα μαχαίρια στην καρδιά. «Παντρεύομαι σε ένα μήνα. »
Έχασα την γη κάτω απο τα πόδια μου. Ήθελε λέει οικογένεια και παιδιά. Ήθελε λέει, να ευχαριστήσει τους δικούς του. Εγγόνια περίμεναν να δουν.
Που πήγε η αγάπη μας; Γιατί με προδώσες; Που έφταιξα;
Απαντήσεις του στυλ «καλά περάσαμε, αλλά καιρός να φτιάξω την ζωη μου» έβγαιναν απο το στόμα του και με πλήγωναν.
Έφυγα απο το μαγαζί άρων άρων. Ήθελα να εξαφανιστώ. Δε θα άντεχα να τον βλέπω ευτυχισμένο δίπλα σε μια γυναίκα. Εγώ ήμουν ο άνθρωπος του, έτσι έλεγε.
Τόσος πόνος ήταν πάνω απο το όριο που μπορούσα να αντέξω.
Ένας πόνος που μου ξέσκιζε τα σωθικά και δε μπορούσα να τον σταματήσω. Αίματα παντού. Σκοτωμός. Του εαυτού μου, των ονείρων μου, του έρωτά μας.
Μετά απο δύο χρόνια δεν μπορώ να πω ότι ξέχασα. Απλά μαλάκωσε ο πόνος. Ή καλύτερα τον συνήθισα.
Περίπλοκες οι σχέσεις των ανθρώπων. Άνθρωποι θυσιάζουν την ευτυχία τους για κοινωνικές προσταγές. Ζωές χαλάνε γιατί έτσι ορίζουν οι άλλοι.
Για ποιον ήρθαμε στον κόσμο τελικά; Για εμάς η για τους άλλους;