Γράφει η Αλεξάνδρα Δ.

Δεν ξέρω πού είσαι, δεν ξέρω τι κάνεις, κι όμως η σκέψη σου δε μ’ έχει εγκαταλείψει ακόμη, όπως η μυρωδιά του καπνού στα μαλλιά μου που δε λέει να φύγει, όταν επιστρέφω σπίτι τις νύχτες. Γυρίζω στην πόλη σαν το φάντασμα μπας και σε συναντήσω κάπου, κοιτάζω κάποιους που σου μοιάζουν, αλλά πάντα πέφτω έξω, δεν είσαι εσύ. Κανείς δεν έχει το αγγελικό σου πρόσωπο σε συνδυασμό με το διαβολικό σου βλέμμα, κανείς δε μ’ έκανε να ζεσταίνομαι και να παγώνω σύγκορμη στο ίδιο λεπτό, κανείς δε μ’ έκανε να ερωτευθώ, όπως εσύ. Κι ύστερα χάθηκες.

Τόσο εύκολα νόμισες ότι μπορείς να φύγεις απ’ τη ζωή μου; Κι αφού ήρθες για να φύγεις, γιατί μπήκες στον κόπο να με κάνεις να νιώσω τόσα πολλά! Είναι συμπαντική αδικία η έλλειψη αμοιβαιότητας στον έρωτα, είναι πόνος που δεν μπορεί να γιατρευτεί, ένα παράπονο από καρδιάς, ένας λυγμός και μια πικρία. Δε μισείς, δεν απεχθάνεσαι, νιώθεις λύπη, λύπη που κάποιος που για ‘σένα είναι τόσο σημαντικός δεν μπόρεσε, έστω για μια στιγμή, να νιώσει κάτι.

Απ’ την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι ήσουν ένα περίεργο πλάσμα, απ’ τις πρώτες σου ερωτήσεις. Έπρεπε να φανταστώ τι αυτοκαταστροφή με περίμενε! Και ξέρεις ποιο είναι το περίεργο; Ότι εγώ κι εσύ ήμασταν απ’ την ίδια πάστα, επικοινωνούσαμε χωρίς να χρειάζεται να μιλάμε, ακόμη κι ο τόνος της φωνής μας έμοιαζε. Είχαμε, όμως, μια βασική διαφορά· εγώ ήθελα, σε ήθελα, εσύ όχι. Κι ο έρωτας δεν μπορεί ν’ ανθίσει με τον πόθο του ενός.

Ικανοποίησες την κάβλα σου κι ύστερα σου έφυγε ο πόθος. Τόσο απλά. Κι εκεί που είχα αρχίσει να νιώθω, βρέθηκα στο κενό. Καθημερινές ερωτικές ιστορίες. Έπρεπε να το περιμένω. Η καρδιά δεν υπακούει σε κανόνες όταν ερωτοτροπεί. Την πάτησα κι όσο εσύ απομακρυνόσουν, τόσο εγώ σου έδειχνα τι νιώθω.

Ξεγυμνώθηκα τόσο πολύ ψυχικά, που μετά από τόσο καιρό, ακόμη ντρέπομαι να δώσω.  Κι όλα τα συναισθήματά μου βαφτίστηκαν τρέλες, κι όλα όσα σου έδωσα δεν εκτιμήθηκαν ποτέ, κι όλα όσα σου είπα δεν ξέρω αν ποτέ σε προβλημάτισαν στο ελάχιστο, κι όλες οι εντάσεις που περάσαμε δεν είμαι σίγουρη αν σου άφησαν κάτι να αναπολείς.

Με πλήγωσες και δε σε άφησα να το δεις. Πάντα ήμουν μια τρελή κι αλλοπαρμένη, μ’ ένα χαμόγελο ως τα αυτιά, που προσπαθούσε να σε εκπλήξει και να σε κάνει να γελάς, μία που έχανε τα λόγια της κάθε φορά που της μιλούσες κι έμενε να σε κοιτά  για λίγα δεύτερα μέχρι το μυαλό της να πάρει μπρος.

Μια γυναίκα ήμουν, που έτρεμε σαν το ψάρι όταν την άγγιζες κι η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από την ταχυπαλμία όταν την είχες αγκαλιά. Μια γυναίκα που σε πόθησε, σε διεκδίκησε και σε αγάπησε όσο κανέναν. Ξέρεις κάτι, μετά από καιρό αποδέχεσαι το «όχι» και  το «δε σε θέλω», αλλά ποτέ το «τίποτα». Πώς γίνεται ένας άνθρωπος που για ‘σένα είναι τα «πάντα», για εκείνον να είσαι ένα «τίποτα»!

Ναι λοιπόν, είσαι το μεγαλύτερό μου απωθημένο σ’ ένα κύκλο πραγματοποιημένων επιθυμιών κι επιτευγμάτων. Είσαι το απαύγασμα της αυτοκριτικής μου. Δεν υπήρξε κάτι ή κάποιος που να θέλησα περισσότερο.

Ερχόμαστε σ’ αυτό τον κόσμο ως άγνωστοι διαβάτες και συναντώνται οι δρόμοι μας,  καθώς τέμνονται οι μοίρες μας και διασταυρώνονται οι ζωές μας. Κι εκεί στη διαδρομή γεννιέται ο έρωτας απρόσμενος κι εκκολαπτόμενος. Πυρακτωμένος απ’ τη σύγκρουση και λαβωμένος απ’ το τραύμα. Κάποιες πληγές δεν κλείνουν ποτέ, ίσως γιατί πέρα απ’ την πληγή, σε πονά η ίδια η ύπαρξή της.

Δε σου κράτησα κακία, ήθελα απλά να μ’ αγαπάς…

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη