Γράφει η Βάνα  

«Το μόνο που φοβάμαι, ξαφνικά, μην έρθεις κι ό,τι χτίσω το γκρεμίσω». Λένε ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν πει αντίο αργά ή γρήγορα θα ξανασυναντηθούν. Φαντάσου να γυρίσεις μετά από χρόνια. Φαντάσου να το πάμε απ’ την αρχή όταν θα είμαστε περισσότερο ώριμοι κι οι δύο, διαφορετικά, λίγο πιο αληθινά. Φαντάσου να κάνουμε πραγματικότητα αυτό το «μαζί» που ένα χρόνο πριν έμοιαζε επιστημονική φαντασία. Φαντάσου να μην είμαστε μπερδεμένοι πια, να κοιτάμε μόνο ο ένας τον άλλο, να φτιάξουμε κάτι δικό μας. Φαντάσου να το ζήσουμε…

Μπα, να μου λείπει ή μάλλον να μου λείπεις. Τόσο καιρό σου έγραφα με μοναδικό σκοπό να σε φέρω πίσω, έστω και σαν θύμηση. Να θυμηθώ τις λιγοστές στιγμές μας, το χρώμα των ματιών σου εκείνη τη μέρα που σπάσαμε τον κανόνα, τον ήχο της φωνής σου που μισούσα να αγαπώ. Πάσχιζα να μην αφήσω το χρόνο να σε ξεθωριάσει μέσα μου. Δεν ήθελα, όμως, να σε θυμίζουν άλλοι ούτε να μου μιλούν για σένα. Θύμωνα, εξοργιζόταν όλη μου η ύπαρξη, έσπαγα μέσα μου. Γούσταρα να σε θυμάμαι με τον δικό μου τρόπο. Δε θέλω πια. Δεν μπορώ να παλεύω άλλο με κύματα και φουρτούνες προσπαθώντας να κολυμπήσω σε μία θάλασσα που δε με προστάτευσε ποτέ. Δε θέλω πλέον να γυρίσω στο σημείο που με έχασα οικειοθελώς.

Θα βρω έναν άλλον άνθρωπο αν γυρίσω πίσω κι όχι εμένα. Θα βρω κάτι ελπίδες που περισσότερο με λεπίδες μοιάζουν, θα βρω κάτι αναμνήσεις που είναι η απόδειξη ότι σήμαινες πολλά κι ας μην άξιζες ούτε τα μισά, θα βρω κάτι σπασμένα φτερά, κάτι υποσχέσεις που μακάρι να μην δίνονταν ποτέ. Θα βρω εμένα, μα όχι σε μία φάση που ήμουν στ’ αλήθεια εγώ. Γιατί σε άφησα να γίνεις ανάγκη σε έναν κόσμο που αυτό απαγορεύεται κατ’ εμέ. Γιατί ήσουν ξεγέλασμα και εγώ δεν ξεγελιέμαι τόσο εύκολα.

Επειδή, όμως, εγώ κρατάω το λόγο μου θα εμφανιστώ στην πόρτα σου μετά από χρόνια. Όταν θα έχουμε ωριμάσει κι οι δύο, όταν τα γένια σου θα αρχίσουν να ασπρίζουν, όταν τα μάτια σου θα γεμίσουν μικρές ρυτίδες, όταν ο χρόνος θα σε έχει μεγαλώσει στα πάντα σου. Θα κινήσω γη και ουρανό για να κάνω περήφανο το δεύτερο όνομά μου, το πείσμα μου. Με τρεμάμενα χέρια, με κομμένα πόδια, με σκυφτά μάτια. Θα με δεις μπροστά σου και θα γυρίσεις πίσω, θα ξανά ακούσεις τη μουρμούρα μου να ηχεί στα αφτιά σου, τους καβγάδες μας να αποκτούν και πάλι υπόσταση, το θέατρο του παραλόγου που ζήσαμε χωρίς χειροκρότημα. Θα σου θυμίσω την ομορφότερη ηλικία της ζωής μας. Θα τα παίξω όλα για όλα κι ας μην είναι ούτε αυτό αρκετό για να σε φέρει πίσω. Θα πάρω εκδίκηση για εκείνη την αγάπη που δεν πρόλαβε. Για εκείνη την αγάπη που αν τα κατάφερνε δε θα υπήρχε ίδια της.

Σύντομη θα είμαι. Σύντομη, μα απόλυτα σαφής με τον άνθρωπο που ερωτεύτηκα περισσότερο απ’ το ηλιοβασίλεμα ένα απόγευμα Αυγούστου. «Αν ήσουν εδώ, αν είχες μείνει δίπλα μου τότε που ήμασταν παιδιά, εμείς οι δύο θα κλείναμε στόματα».

 

Υ.Γ. Με τις φωτιές δεμένες μέσα στα χέρια και το παιδί φυλακισμένο μέσα στο βλέμμα. Έτσι θα σε θυμάμαι.