Γράφει η Τ. 

 

Το ξερα εγώ. Το έχει η μοίρα μου να ξαναγυρίζει με ένα μαγικό τρόπο σε μέρη ή σε ανθρώπους που τους έχω βγάλει από το μυαλό μου εδώ και χρόνια. Και πριν από πολύ καιρό εκείνο το νησί είχε χαραχτεί στη μνήμη μου. Ήξερα πως εκεί θα ήθελα να ζήσω τα τελευταία χρόνια της ζωής μου. Σε ένα μικρό του μπαλκονάκι αγναντεύοντας τη θάλασσα. Τα χρόνια πέρασαν και η επιθυμία για το νησί έγινε μια γλυκιά ανάμνηση. Ίσως κάποιες φορές με βασάνιζε η ιδέα του, αλλά το είχα αφήσει πίσω μου.

Μέχρι ένα βράδυ πριν λίγες μέρες που η μυρωδιά γεύσεων και μυρωδικών πλημμύρισαν το σπίτι μου μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Στην άλλη άκρη εσύ που είχες ήδη τελειώσει τη δουλειά σου. Τυχαία γνωριμία το ονομάζουν. Σύμπτωση ή αντάμωμα ψυχών το λέω εγώ. Γιατί εσύ ήσουν εκεί. Στο δικό μου νησί. Το νησί των επιθυμιών μου. Και ήσουν γεμάτος από ένα μείγμα αρώματα και μπαχάρια που με έκανες να χαμογελάσω με την άνεση και την τόση οικειότητα που αναπτύχθηκε μεταξύ μας. Σου είπα την ιστορία για το νησί και γέλασες. «Ευκαιρία να το ξαναεπισκεφθείς».

Κέρδισες τη συμπάθειά μου από το πρώτο λεπτό. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που όταν τους γνωρίζεις νιώθεις πως τους ξέρεις χρόνια. Είσαι τόσο εξοικειωμένος μαζί τους και αυτό είναι μέρος της γοητείας τους. Και έχουν ένα χαμόγελο που μπορεί να μικρύνει τόσο τις αποστάσεις νοητά που αισθάνεσαι πως ο ήχος του γέλιου τους ακούγεται δίπλα σου.

Και κάπως έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μας. Και η μέρα περνάει με ατέλειωτα μικρά σύντομα κοφτά μηνύματα που όταν αργούν με κάνουν να κοιτάζω το τηλέφωνό μου μήπως έχει κολλήσει. Γελάω με τα λογοπαίγνια για την ηλικία μας. Και ναι δε σου κρύβω πως γίνεσαι απίστευτα πιστευτός όταν προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω στην ηλικία σου. Και θαρρείς και είχες βρει το τρόπο να με ξαναγυρίσεις στο νησί, άρχισες να μου στέλνεις εικόνες από ηλιοβασιλέματα και ήχους από τη θάλασσα. Κι έτσι καταφέρνεις λίγο λίγο να φέρνεις τις εικόνες και τις επιθυμίες μου πίσω.

Δεν ξέρω ποιος άνεμος σε έφερε στα μέρη μου. Αλλά θα τον αφήσω να λυσσομανάει. Γιατί όσο εκείνος με χτυπά αλύπητα τόσο υπέροχα δροσίζει τις ανάγκες μου. Μ’ αρέσει η τρέλα σου. Μ’ αρέσει ο τρόπος που βλέπεις τη ζωή περιπλανώμενος σε τόπους και σήμερα εκεί σε ένα μικρόκοσμο να δημιουργείς γεύσεις.

«Πού ήσουν τόσες ώρες; Καλημέρα» Κι αυτή η καλημέρα σου μου φτιάχνει τη μέρα μου. Κι αυτή η ερώτηση μου φέρνει χαμόγελα παιδικής αφέλειας.

«Θα σε βρω;» Αναρωτιέσαι εκείνες τις μικρές πρωινές ώρες που επιστρέφεις από τη δουλειά σου. «Ναι θα με βρεις». Θα είμαι εδώ γιατί μ’ αρέσει να σε περιμένω. Και φτάνει ξημέρωμα όταν σταματάμε να μιλάμε. Και με έχεις κάνει να πηγαίνω για ύπνο έχοντας πια ηρεμήσει.

Δεν μπορώ να σου πω τι θα γίνει αύριο. Άλλωστε μερικά αύριο πρέπει να τα αφήνεις στην τύχη τους. Γιατί μπορεί να ρθουν και να φέρουν και άλλα τόσα ακόμη. Όμως μπορώ να σου πω πως ακόμη και κανένα αύριο να μην έρθει εσύ έχεις καταφέρει να μπεις στη ζωή μου και αυτό δε θα αλλάξει. Θα είσαι ένα κομμάτι της. Θα είσαι εκείνες οι λίγες ελάχιστες μέρες μπροστά στην αιωνιότητα που της πέρασα αναπολώντας μέσα από σένα το νησί. Θα είσαι ο κρίκος που με ένωσε πάλι με τις αναμνήσεις.

Αλλά ακόμη και αν φύγεις από κει θα είσαι εκείνος, ο σίφουνας που μπήκε με φόρα, με γέμισε αρώματα, γεύσεις και μυρωδιές και με ταξίδεψε. Ξέρεις πως σύντομα θα έρθω να σε βρω στο νησί. Να με περιμένεις. Θα με βρεις εκεί.