Γράφει η Νίνα

Μια στιγμή και όλα αλλάζουν. Αλλάζουν ανεξήγητα και ξαφνικά. Όπως έγινε και μαζί σου. Χτύπησε το τηλέφωνό μου και είδα το μήνυμά σου. Τρεις λέξεις θυμάμαι μόνο -όσες κι οι μέρες που θα έκανες να ‘ρθεις. Σε τρεις μέρες λοιπόν και μ’ ένα τόσο απλό «έρχομαι» πέρασες από το παρελθόν μου ξανά στο παρόν μου. Χαμογέλασα. Σκέφτηκα πως αποκλείεται να συμβαίνει αυτό και παράλληλα άρχισα να ψάχνω χίλιους δυο λόγους ρεαλιστικότατους για να αρνηθώ να σε δω, να αρνηθώ εσένα, να αρνηθώ εμάς. Όμως η απόφαση είχε ήδη παρθεί και ήταν από καρδιάς. Το ατίθασο μυαλό μου προσπάθησε να σε αρνηθεί βέβαια και θέλησε να με παρασύρει κάπου μακριά από σένα και την ιστορία μας. Μια ιστορίας που δεν ξέρω καν αν βρίσκεται στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος. Ίσως κάποια στιγμή ρωτήσω εσένα. Ίσως εσύ να έχεις μια απάντηση. Τι να την κάνω θα μου πεις; Η απάντηση συνήθως είναι δηλωτική του τι συμβαίνει ή τι θα συμβεί στο μέλλον κι εγώ δεν μπορώ ακόμα να καταλάβω ούτε τι αισθάνομαι. Πώς να ρωτήσω εσένα; Ίσως ο χρόνος να μας πει. Ίσως και όχι. Ίσως σε λίγο, ίσως αύριο, ίσως ποτέ, ίσως…

Χάθηκα, πάλι. Άλλα αυτό παθαίνω πάντα όταν σε σκέφτομαι, οπότε εγώ το έχω συνηθίσει. Εσύ θα το συνηθίσεις άραγε ποτέ ή μήπως σε μπερδεύω; Τι ρωτάω η αφελής; Για σένα είμαι σίγουρη, εσύ καταλαβαίνεις, εσύ με διαβάζεις. Με κοιτάς στα μάτια και ξέρεις. Γι’ αυτό και ποτέ δεν απαιτείς, ποτέ δε ζητάς. Ρωτάς μόνο. «Θες;».

Θέλω! Γι’ αυτό δέχθηκα την πρόσκληση ή καλύτερα την πρόκλησή σου. «Θα σε δω;», ρώτησες. «Θέλω μόνο να σε δω» και κάπως έτσι υπέκυψα. Έχεις πάντα τον τρόπο σου να με οδηγείς εκεί που θες κάνοντας με να θέλω να πάω κι εγώ στο ίδιο μέρος απλώς για να σε συναντήσω, να σε δω, να σε αγγίξω, να δημιουργήσω πολλά χαμόγελα στα χείλη σου και να σου κλέψω φεύγοντας ένα. Εκείνο που μου ανήκει…

Κι έτσι δέχτηκα και μπλέχτηκα γι’ ακόμα μια φορά σε μια παρτίδα ενός παιχνιδιού που δεν έχει ούτε νικητή ούτε ηττημένο, δεν έχει αντιπάλους. Έχει μόνο εμάς. Έχει εσένα που μου πιάνεις το χέρι και με παρασύρεις σε μια τρελή τραμπάλα συναισθημάτων. Ψηλά με ανεβάζεις όταν έρχεσαι, στο έδαφος προσγειώνομαι καθώς φεύγεις. Κι εγώ δε λυπάμαι, μόνο το διασκεδάζω, γιατί με κάνεις να αισθάνομαι ζωντανή, αλλά και ικανή. Ικανή να νιώσω, ικανή να δώσω, κι απ’ την αρχή ξανά. Ούτε που θυμάμαι από ποτέ έχω να αισθανθώ έτσι. Πρέπει να ήταν πολλά χρόνια πριν. Όμως μαζί σου νιώθω πάλι το φτερούγισμα στην καρδιά και την ανακατωσούρα στο στομάχι. Και είναι υπέροχο σαν εσένα. Ήθελα να ‘ξερα πώς ησυχάζω, πώς ηρεμώ στα χέρια σου κι από άτομο απρόσιτο κι απρόσωπο γίνομαι ένα πλάσμα ειλικρινές, παρορμητικό κι αθώο; Κι εσύ, βέβαια, με μένα, είσαι πάντα γλυκός, προστατευτικός, τρυφερός, ξεκάθαρος, σχεδόν ιδανικός, μα πότε δικός μου. Όπως δική σου δεν έχω υπάρξει ποτέ κι εγώ. Και για το παρελθόν, χρόνια τώρα πάνε που καθόλου δε με νοιάζει. Δυο νέοι ήμασταν, ανώριμοι, ανέμελοι, ανέτοιμοι, μα όχι ανέντιμοι. Εμείς πάντα ήμασταν έντιμοι ο ένας προς τον άλλον.

Γι’ αυτό δεν έχω ποτέ δίλημμα μαζί σου και σου αφήνομαι. Ήρθες και σε καλωσόρισα με ανοιχτή αγκαλιά που έκλεισε, όταν επιτέλους σε ένιωσε ασφαλή μέσα της. Έκλεισε μέχρι να φύγεις. Κι εγώ είχα ξεχάσει ποσό επικίνδυνα ευτυχισμένη γινόμουν δίπλα σου, σχεδόν ερωτευμένη, παρασυρμένη από τα φιλιά και το άρωμά σου, εντελώς παραδομένη στον ήχο της φωνής σου όταν προφέρει το όνομά μου. Εγώ, τώρα σου δηλώνω πως «Μέχρι την επόμενη φορά, μέχρι εκείνη η ακόμα μια φορά να γίνει η τελευταία, μέχρι το να σε δω, να γίνει να’σαι εδώ, θα σ’ ερωτεύομαι».