Γράφει Τ’ αόριμ.

 

 

Ζήσαμε μια σχέση δυνατή. Μοναδική και ίσως για πολλούς κόντρα στην επίγεια πραγματικότητα. Και την ντύσαμε με λέξεις, τη φορτώσαμε υποσχέσεις και σμιλέψαμε τα όνειρά της. Γεννούσαμε καθημερινά ανομολόγητα για τους άλλους, πραγματικότητα για μας. Αποφασισμένοι να τη θρέψουμε κόντρα σε όλες τις συνθήκες. Στο είχα πει από την πρώτη στιγμή πως τα όνειρα είναι ελπίδες, είναι πίστη και θέλουν κότσια για να τα υλοποιήσεις. Και ‘συ μου πες πως θα τα ακολουθήσουμε. Μαζί. Κι αφέθηκα να σχεδιάζω, καλοκαίρια και χειμώνες που θα ερχόταν, επετείους και στιγμές. Δίπλα μου εσύ να με ενθαρρύνεις και να γελάς, πώς θα τα χωρέσουμε όλα αυτά. Ακόμη στα αυτιά μου έχω τη φωνή σου «μαζί», για «πάντα ρε». Και οι μέρες μας είχαν φως και χαμόγελα και προσμονή. Και δεν ήταν πια ίδιες με καμία από όσες είχαμε ζήσει ως τότε.

Τι τραγική ειρωνεία! Τι περίεργα παιχνίδια μας παίζει η ζωή όταν έχει κέφια. Ο χρόνος που μας τρολάρει και γελάει όταν εμείς σχεδιάζουμε. Και σε μας ο χρόνος φέρθηκε πολύ άσχημα. Δε μας άφησε ούτε να αγγίξουμε το όνειρο. Μας αποχαιρέτησε νωρίς και το πήρε μαζί του. Και ‘μεις ανίκανοι κι αποδυναμωμένοι. Δεν τολμήσαμε καν να τα βάλουμε μαζί του.

Κι έφυγε. Τα πήρε όλα και τα εξαφάνισε. Το μόνο που δεν κατάφερε να μου πάρει ήταν οι αναμνήσεις. Αυτές τις έκρυψα τόσο καλά που δεν τις ανακάλυψε. Τις φύλαξα, τις έφερνα στη μνήμη μου για να μπορώ να τις συντηρώ ανέγγιχτες. Και υπήρχαν μέρες που οι αναμνήσεις παίρνανε μορφή και χορεύανε γύρω μου έτοιμες να με τυλίξουν και βράδια που με έπνιγαν και με έσερναν στα βαθύτερα σκοτάδια τους. Και ‘γω εκεί. Πιστή σ΄ αυτές, σε σένα, μα περισσότερο στον εαυτό μου. Ποιος τολμάει να μου τις κλέψει; Με ρώτησαν πώς τις έθρεψα; Πώς θα τις αφήσω να φύγουν;

Ξέρεις πως όταν παλεύεις μόνος σου κάποια στιγμή κουράζεσαι. Αισθάνεσαι πως όποια πλευρά οχυρώνεις πάντα κάτι μένει εκτεθειμένο να χτυπηθεί. Και ‘γω κράτησα με όλες μου τις δυνάμεις τις αναμνήσεις μου μαζί σου. Αλήθεια πάλεψα. Το ξέρεις και ‘συ. Το έβλεπες, το ένιωθες, το διάβαζες. Δεν άντεξα. Με λύγισαν. Με τσάκισαν. Τις είχα παρακαλέσει να μείνουν στη ζωή μου. Τις είχα ανάγκη, τις ήθελα. Με κορόιδεψαν μέχρι και αυτές. Κάθε μέρα διακριτικά και αθόρυβα έφευγαν μία-μία. Στην αρχή τις μετρούσα κάθε μέρα, για να μην τις χάσω. Μετά άρχισα να ξεχνώ πόσες ήταν. Και δε με συγχωρώ για αυτό. Και δε σε συγχωρώ ούτε εσένα.

Και σήμερα ξέρεις τι με ενοχλεί περισσότερο απ’ όλα; Ο αγώνας μου για να κρατήσω αυτές τις αναμνήσεις. Η ήττα μου και η παραδοχή μου. Ο χρόνος που τους αφιέρωσα. Η πίστη μου πως θα ήταν πάντα εκεί. Η εμπιστοσύνη που είχα στον εαυτό μου πως εγώ μπορούσα να τις κρατήσω. Και ο χρόνος που γελάει μαζί μου. Γιατί εκείνος ήξερε τι θα συμβεί. Δε σου συγχωρώ που σήμερα δε θυμάμαι. Με τρελαίνει που από σένα και από κείνες, οι εικόνες γίνονται πια θολές. Θυμώνω που ξεχνάω. Τον ήχο σου, τη γεύση σου, τη μυρωδιά σου, εσένα.

Σήμερα χτίζουμε και οι δυο καινούργιες αναμνήσεις Ο καθένας ξεχωριστά. Αλλά αυτές τις νέες, τις καινούργιες δε θα τις αφήσω να με αγγίξουν. Πλήρωσα ήδη το τίμημα μου. Έκανα το καθήκον μου στον εαυτό μου. Θα πορευτούμε εγώ και αυτές και αν θέλουν να αποχωρίσουν, θα τις ξεπροβοδίσω.  Καμία ανάμνηση δε θα είναι σαν εκείνες. Και κανένας δρόμος δε θα τις ξαναφέρει κοντά μας. Και αυτό δε μας το συγχωρώ.