Εκείνη η πρώτη φορά που με κοίταξες. Το βλέμμα σου πρωτοσυνάντησε το δικό μου. Ήταν διερευνητικό, σαν να προσπαθούσες να σκανάρεις, να δεις πίσω απ’ την εμφάνιση και τον εξωτερικό μου κόσμο, να καταφέρεις να αποκτήσεις πρόσβαση σε πληροφορίες μυστικές. Δεν ένιωσα πως σκάλωσες, πως γοητεύτηκες με μιας. Αισθάνθηκα όμως πως σου κίνησα την περιέργεια και μπήκες στη διαδικασία να με παρατηρήσεις.

Δυο μάτια που προσπαθούσαν να με αποκρυπτογραφήσουν, ενώ εγώ σε κοιτούσα κι αναρωτιόμουν μπας κι έχω κάτι περίεργο πάνω μου. Αγχώθηκα προς στιγμήν μήπως υπάρχει κάτι που θες να θυμάσαι για να μπορείς μετά να το σχολιάσεις στην παρέα σου ή κάτι ιδιαίτερο που δεν είχες ξανασυναντήσει και σου τράβηξε το ενδιαφέρον. Σύντομα κατάλαβα πως εμείς οι δυο δε θα μέναμε μόνο σε εκείνο το πρώτο βλέμμα, πως σίγουρα θα ακολουθούσαν και επόμενα.

Λίγα λεπτά αργότερα πέρασες από δίπλα μου κι ακολούθησε ένα ακόμη βλέμμα. Αυτή τη φορά γεμάτο υπονοούμενα. Ήταν σαν να μου έλεγες να σε ακολουθήσω έξω απ’ το μαγαζί, να ανταλλάξουμε ονόματα, τηλέφωνα. Δεν ξέρω αν όντως αυτό είχες στο μυαλό σου ή αν αυτό ήθελα να καταλάβω, πάντως ήρθα μαζί σου. Εκεί πρωτογνωριστήκαμε.

Την ίδια βραδιά ακολούθησαν κι άλλα βλέμματα, γεμάτα προσμονή, γεμάτα ένταση. Ήταν λες και μεταξύ μας είχε ξεκινήσει ένα παιχνίδι που κανένας απ’ τους δυο δεν ήξερε πού θα βγει. Κοιταζόμασταν και δεν ξέραμε πού θα οδηγούσε αυτή η γνωριμία. Μπορεί να ήταν η αρχή μιας περιπέτειας ή μιας σχέσης ή ίσως μιας φιλίας. Δεν ξέραμε καν πού θα καταλήξαμε και δεν είχε και πολύ νόημα. Σημασία είχε πως τη στιγμή που κοιταχτήκαμε, ένα ιδιαίτερο δέσιμο αναπτύχθηκε ανάμεσά μας.

Θα το θυμάμαι εκείνο το βλέμμα όσο χρόνια κι αν περάσουν. Θα είναι το συνθηματικό μας. Εκείνη τη στιγμή που ακόμα δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε κουβέντα, καταφέραμε να επικοινωνήσουμε με έναν ολόδικό μας τρόπο. Και ακόμα και σήμερα, που καταφέραμε να είμαστε ακόμα μαζί, μ’ αυτόν τον τρόπο καταφέρουμε ν’ ανταλλάσσουμε κουβέντες. Τα λόγια συχνά περισσεύουν ή οι λέξεις δε φτάνουν για να περιγράψουν τα δικά μας συναισθήματα.

Έχουμε όμως αναπτύξει τα δικά μας βλέμματα, ο τρόπος που κοιτάζονται τα μάτια μας αρκεί για να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο. Κι όλα οφείλονται στο πώς γνωριστήκαμε. Σε εκείνο το πρώτο κοίταγμα, στις ματιές που ανταλλάξαμε εκείνο το βράδυ. Ήταν το έναυσμα να αναπτύξουμε τον δικό μας κώδικα, εκείνον που δε θα μπορούσε να ακουστεί, δε θα μπορούσαν να μας τον κλέψουν και να τον καταλάβει κανένας άλλος.

Κάθε μας βλέμμα πια και διαφορετικό. Εκείνο το πρώτο όμως, είχε τη δική του γοητεία.