Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022. Χάραμα σ’ ένα μπαλκόνι του Ιονίου. Όλη τη νύχτα έπαιζες με το μυαλό μου στον ύπνο μου. Ερχόσουν κι έφευγες, άλλοτε μόνος σου για να μου δώσεις το χέρι λέγοντας μου «σ’ αγαπώ» κι άλλοτε κοιτάζοντας από μακριά, ζώντας την ευτυχία σου δίπλα σε κάποια άλλη. Πόσο να παλέψω για να κρατήσω τα μάτια μου κλειστά και να μην ξυπνήσω, στην πρώτη περίπτωση; Πόσο ακόμη να σφίξω τα μάτια μου από πόνο, στη δεύτερη;

Και να ‘μαι τώρα εδώ χαράματα, σ’ ένα μπαλκόνι του Ιονίου να γράφω για σένα. Κι όχι, δεν είναι το δικό μας μπαλκόνι. Το μόνο που βλέπω κι έχει κάτι από σένα είναι το νησί απέναντι. Τόσο κοντά και τόσο μακριά, όπως κι εσύ. Ήρθα να σ’ αφήσω, να σε βάλω στη θάλασσα να ταξιδέψεις. Ήρθα να σε τιμήσω όπως σου πρέπει κι όπως μας πρέπει. Λένε πως ο χρόνος είναι γιατρός και κάθε μέρα που περνάει σε φέρνει πιο κοντά στην ίαση.

Αναρωτιέμαι πού βρίσκω ακόμη δύναμη. Περπατάω και κοιτάζω μπροστά και πίσω μου, περιμένοντας να εμφανιστείς. Μουσικές και λόγια ψιθυρίζουν τ’ όνομα σου. Κι ότι ζήσαμε κι όσα υποσχεθήκαμε πως θα ζούσαμε, περνάνε μπροστά από τα μάτια μου και ταράζουν τις ελάχιστες στιγμές που είμαι ήρεμη. Άλλωστε, κανείς δεν ξεχνάει όταν δε θέλει να το κάνει. Όλα επιστρέφουν απροειδοποίητα τώρα και μου το υπενθυμίζουν με τον χειρότερο τρόπο. Τελικά, η λήθη είναι απλώς μασκαρεμένη μνήμη.

 

 

Κι εγώ θυμάμαι τα πάντα. Θυμάμαι εσένα, το σπίτι στο νησί, τις νύχτες μας, τις μέρες μας, τον έρωτα, τα χαμόγελα, τις αγκαλιές και τους καυγάδες μας. Θυμάμαι λέξεις που αφήναμε να ξεφύγουν κι υποσχέσεις που τυλίξαμε με την κόκκινη κλωστίτσα μας. Κοιτάζω το χέρι μου κι ακουμπάω το βραχιόλι μας- κάτι από σένα. Είχαμε αγοράσει δύο, ένα δικό μου κι ένα δικό σου, ολόιδια. Θυμάσαι;

Έρχονται όμως κάποιες στιγμές που νομίζω πως  ξεχνάω τις λεπτομέρειες της μορφής σου και μαλώνω με τον εαυτό μου που μου επιτρέπει να το πιστεύω. Σε κοιτάζω στις φωτογραφίες μας, χαζεύω το χαμόγελό σου και νομίζω πως πιάνω το χέρι σου και ταξιδεύω. Κι όταν ξεχνιέμαι, λες κι είσαι εκεί, μου λες «δε θα βάλεις το χέρι σου στο πόδι μου;». Άλλες φορές πάλι νομίζω πως έχω ξεχάσει τη φωνή σου. Όχι δε θα το επιτρέψω ούτε αυτό. Δε θέλω να φύγει. Κι έτσι σου μιλάω. Κάθε γαμημένο βράδυ. Να μάθεις πώς είμαι. Κι έτσι σου διηγούμαι τη μέρα μου και τη ζωή μου, όλα εκείνα που εσύ ρωτούσες πάντα κι ήξερα πως ήθελες να μάθεις.

Άραγε ένα «μου λείπεις» θα ‘ρθει ξανά να μας λυτρώσει; Άραγε εσύ θα ‘ρθεις να μ’ αγκαλιάσεις, να με φιλήσεις, να φωνάξεις, να μαλώσουμε, να γιατρέψουμε πληγές, ν’ αγαπηθούμε; Αξίζει άραγε τόσος πόνος ακόμα και μπροστά στο μεγαλείο όλων όσων περάσαμε; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως, πως δεν περιμένω απαντήσεις πια.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου