Παίρνω ως δεδομένο ότι, τουλάχιστον για τους περισσότερους, το σπίτι μας αποτελεί το καταφύγιό μας. Αυτά τα λίγα ή πολλά τετραγωνικά μέτρα που στεγάζουν το αίσθημα της χαλάρωσης, ασφάλειας, χαράς, λύπης, έντασης ή της «ρέκλας», βρε αδερφέ. Αν τα χωράει όλα; Ναι, συνήθως, περισσεύει και χώρος για κάνα έρωτα, σουαρέ ή κάποιον έκτακτο φιλοξενούμενο. Διάθεση να υπάρχει κι όλοι οι καλοί και τα καλά χωράνε.

Επειδή όμως, όλοι είμαστε προνοητικοί, σκεπτόμενοι και κυρίως άνθρωποι του προγράμματος και της τάξης (γέλια), έχουμε εφεύρει το plan B, σε περίπτωση που η σχέση μας με το σπίτι φτάσει στο απροχώρητο. Αν το καλοσκεφτείς και με αυτά τα ντουβάρια που βλεπόμαστε τόσες ώρες την ημέρα, έχουμε αναπτύξει μια μορφή σχέσης. Αναφέρομαι στους τοίχους –και μόνο αυτούς– προς αποφυγή παρεξηγήσεων.

Έρχονται εκείνες οι στιγμές που μπουχτίζεις και θες να πάρεις τις αποστάσεις σου κι από αυτή τη σχέση. Να απομακρυνθείς απ’ τον καναπέ και το κρεβάτι σου, τόσο όσο, μέχρι να σου λείψουν και να τρέξεις πίσω στα κουβερτάκια σου. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται ως από μηχανής θεός, το φιλαράκι σου, το στέκι.

Μόνο στη σκέψη του ησυχάζει το μυαλό σου, το αναφέρεις και στάζει σορόπια το στόμα σου, βρίσκεσαι εκεί και πεταρίζει το στήθος σου. Μα θα είναι δυο τάβλες σ’ ένα παγκάκι, μα το καφέ της γειτονιάς ή μπορεί το μπαρ στο κέντρο της πόλης. Ίσως για σένα να είναι ένα μεζεδοπωλείο ή η «μαγαζάρα» στον πολυσύχναστο δρόμο. Δε σηκώνεις κουβέντα για την τοποθεσία, την εμφάνιση ή τη διαρρύθμιση του χώρου και πολύ καλά κάνεις, αν με ρωτάς. Είναι το στέκι σου, η αγαπημένη σου επιλογή κι η κουβέντα τελειώνει εδώ ή μερικές παραγράφους παρακάτω!

Μπορεί στέκι να αποκαλείς το σπίτι κάποιου άλλου. Αλλιώς  χαλαρώνεις στο σπίτι του φίλου σου απ’ ό,τι στο δικό σου. Νιώθεις άνετα, έχεις αλλάξει παραστάσεις, χωρίς να χάσεις χρόνο στο φτιασίδωμα και με μηδενικά έξοδα. Βέβαια οι χορηγίες είναι δείγμα ευγένειας κι αλτρουιστικής συμπεριφοράς. Κοινώς «πάρε κάτι» για το σπίτι του φίλου, στην οικογένεια θα μείνει.

Στις γειτονιές όμως δεν υπάρχουν μόνο οι σπιτόγατοι, σουλατσάρουν κι οι άλλοι, οι κεραμιδόγατοι. Τριγυρίζουν από στέγη σε στέγη μέχρι να βρουν τη γωνιά που θα αράξουν. Τέτοιες γωνιές είναι τα μαγαζιά ή μαγαζάκια που ιδανικά θα έκανες εμφάνιση με δίχαλο, χειμώνα-καλοκαίρι, με φαρδιά φόρμα, τον λατρεμένο γυναικείο κότσο «μπιφτέκι» ή το αντρικό μούσι «αφάνα-μπαφάνα». Συμβιβάζεσαι όμως και λανσάρεις το ιδανικό λουκ, επιμελώς ατημέλητο, που είναι και το πιο συνηθισμένο dress code στα στέκια.

Αν είναι πρωί θα πιεις το γνωστό καφεδάκι σου, το οποίο δεν χρειάζεται καν να παραγγείλεις. Οι σχέσεις σου, άλλωστε, με το προσωπικό του μαγαζιού είναι πλέον φιλικές. Μοιάζει, σαν να είσαι στο καθιστικό του σπιτιού σου κι η παρέα να ετοιμάζει τον καφέ σας στην κουζίνα. Μόνος ή με παρέα δεν έχει και πολλή σημασία, αφού στο αγαπημένο σου μέρος νιώθεις πάντα οικεία.

Η μέρα φεύγει, όχι όμως απαραίτητα κι εσύ. Η νύχτα μπορεί να σε βρει ακόμα εκεί στο τραπέζι ή το σκαμπό της μπάρας να κουβεντιάζεις σε χαμηλούς ή υψηλούς τόνους με τους θαμώνες. Εννοείται ότι έχετε πάρει το συνηθισμένο ποτό και γνωρίζεστε όλοι μεταξύ σας. Σκοπός δεν είναι να έχετε πολλά κοινά, που συνήθως έτσι συμβαίνει, αλλά να περνάτε την ώρα σας. Άλλωστε αν ήθελες να προβληματιστείς θα καθόσουν σπίτι σου να δεις ειδήσεις. Το χαζολόγημα σε συνδυασμό με τον ατελείωτο φιλοσοφικό στοχασμό(!) το συναντάς σε όλα τα στέκια ανεξαιρέτως. Μοιάζει με ένα είδος συμφωνίας που έχουν υπογράψει όλοι οι παρευρισκόμενοι. 

Η ίδια συμφωνία έχει υπογραφεί στο «γνωστό» ταβερνάκι, ρεστοράν, μαγειρείο ή στο τιμημένο σουβλατζίδικο της γειτονιάς. Πολλοί είναι τσακωμένοι με τα μαγειρικά σκεύη, βαριούνται ή δεν έχουν το χρόνο να ασχοληθούν με το θέμα της σίτισης. Το στέκι τους ικανοποιεί τη λιγούρα τους ή τα καθιερωμένα, παρεΐστικα φαγοπότια. Ακόμη κι αν υπάρχει φαγητό στο σπίτι θα δηλώσουν παρουσία τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα κυρίως για να καθησυχάσουν τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Του υπενθυμίζουν, ότι είναι καλά και παραμένουν πιστοί στην ελεύθερη σχέση που έχουν αναπτύξει.

Αυτή η αίσθηση ελευθερίας και ταυτόχρονης δέσμευσης δίνει τόση ουσία και συναίσθημα στο στέκι σου. Το αντιμετωπίζεις απ’ την αρχή με σεβασμό, αφοσιώνεσαι και σε αυτό και σε όσους δίνεις ραντεβού εκεί, αλλά πάντα κρατώντας κάτι για τον εαυτό σου. Είναι φυσιολογικό να πλήξεις, να μην έχεις τη διάθεση να το επισκεφτείς ή να θέλεις να εξερευνήσεις νέες γωνιές. Αυτό να ξέρεις θα είναι εκεί, να σε περιμένει.

Πάντα θα περνάς μια βόλτα απ’ τα εφηβικά πάρκα, ψάχνοντας τα ονόματα της παλιοπαρέας σου πάνω στα παγκάκια. Κάπου χαμηλά, σε μια πολυκατοικία, βρίσκεται εκείνη η πυλωτή που πρωτοφλέρταρες.

Κάθε φορά που θα σε πιάνει ο φόβος ότι η καθημερινότητά σου θα χάσει το σημείο αναφοράς της να κρυφοκοιτάς στο μέλλον. Τα σταθερά γεροντάκια στον καφενέ της γειτονιάς σου και τις μεγαλοκοπέλες στα κομμωτήρια μετά τη λαϊκή αγορά της Τρίτης. Τηρούν τη δέσμευση που πήραν, απολαμβάνοντας την καθημερινότητά τους!

 

Επιμέλεια Κειμένου Κατερίνας Κάββουρα: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κάββουρα