Καλημέρα, καλησπέρα, καληνύχτα και έφεξε. Ποιον νοιάζει τι ώρα είναι; Σε νοιάζει μόνο ότι πάλι σε έπιασε αυτό. Πάλι ήρθε. Ξέρεις, αυτό, που σε πιάνει ο διάολος και θέλεις να τα πεις και να τα ξεκαθαρίσεις όλα εδώ και τώρα, χωρίς να σε ενδιαφέρουν οι συνέπειες. Αυτό που ο σατανάκος μέσα στο κεφάλι σου, έχοντας κάνει κεφάλι και αυτός από τα αποστακτήρια που έχεις κατεβάσει γιατί «έχεις σεκλέτια βαριά», σου ψιθυρίζει σιγανά στο αυτί: «Κάν’ το τώρα που το νιώθεις, δεν έχεις τίποτα να χάσεις» και άλλα τέτοια εμπριμέ.

Έτσι πάει. Η βότκα, το ουίσκι, η τεκίλα ή ό,τι αλκοολούχο, τέλος πάντων, πίνει ο καθένας μας είναι ευρέως παραδεκτό ότι, σε ικανές ποσότητες, μπορεί να ξεκλειδώσει άλλες πτυχές του εαυτού μας, που μπορεί να μη γνωρίζαμε και οι ίδιοι ότι έχουμε. Θάρρος ή θράσος σε υγρή μορφή; Ορός της αλήθειας; Μαγικό φίλτρο, σαν αυτό που έπινε ο Αστερίξ και σάπιζε στο ξύλο τους Ρωμαίους; Μάλλον όλα αυτά μαζί. Μόνο μην το παρακάνουμε σε συχνή βάση, όλοι μας έχουμε ανάγκη που και που να ραχατίζουμε και να ξεφεύγουμε από τις αυστηρές γραμμές που θέτουμε για τους εαυτούς μας, αλλά ο αλκοολισμός και η κύρωση του ύπατος καραδοκούν πάντα σε μια γωνία, μακρινή ή κοντινή.

Εκεί είναι που βρίσκεσαι μπροστά σε ένα επίπονο και δύσκολο σταυροδρόμι. Τα λες (όπως, τέλος πάντων, μπορείς να τα πεις, έτσι στουπί που έχεις γίνει) και ό, τι θέλει ας γίνει, ή τα κάνεις γαργάρα ως άλλη Παρδάλω (κότα, ντε!) και συνεχίζουμε τις ζωές μας από κει που είχαμε μείνει; Αμ, εδώ σε θέλω, κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα!

Αν ο διαολάκος κερδίσει τη μάχη και αρχίσεις να λες, απλά, σε παρακαλώ, πες τα όλα. Ξέρω ότι μες στη σούρα σου είναι πολύ πιθανό να ξεχάσεις κάτι ή/και να μην εκφραστείς με τον τρόπο που θα ήθελες, αλλά καλύτερα με λάθη παρά με υπόλοιπα. Τα υπόλοιπα και οι εκκρεμότητες με το παρελθόν είναι βιβλιοφάγοι και σαράκια που ροκανίζουν τα σημειωματάρια της ζωής μας, με ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτά που δεν έχουμε ακόμα γράψει, τα καινούρια, τα μελλοντικά, του κουτιού. Και κανείς δε θέλει ένα ήδη σκοροφαγωμένο μέλλον, σωστά;

Πρόσεξε, όμως! Τα μεθυσμένα ξεκαθαρίσματα είναι σαν τα τυχερά παιχνίδια: δεν μπορείς να ξέρεις εκ των προτέρων αν θα κερδίσεις ή θα χάσεις, μέχρι να το τζογάρεις, και που ξέρεις; Μπορεί να φύγεις έχοντας τινάξει τη μπάνκα στον αέρα, ως άλλος Nick the Greek, ή ταπί και ψύχραιμος, που λένε (στο χωριό μου, όχι εδώ). Κάν’ το, λοιπόν. Πες το με ένα μήνυμα, με μια συνάντηση face to face, με μια καντάδα, βρε αδερφέ, κάτω από το σπίτι του ανθρώπου που ποθείς. Ακόμα και αν είναι η πιο φάλτσα εκδοχή του «Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου».

Αν ο σατανάκος χάσει τη μάχη και διαλέξεις να μην πεις τίποτα, και πάλι καλώς. Δεν είναι πάντα αρκετό το υγρό θάρρος για να μας δώσει εκείνο το boost αυτοπεποίθησης που χρειαζόμαστε για να εξομολογηθούμε αυτά που δε λέμε ούτε στο μαξιλάρι μας. Κράτα την όμως, τη ριμάδα τη σκέψη! Κράτα τη, για να τη δουλέψεις νηφάλιος και να την εκφράσεις όταν νιώσεις έτοιμος. Κάν’ τη τη στιγμή να ‘ρθει! Το «πάσο» by default χάνει!

Σε κάθε περίπτωση, ό, τι και αν αποφασίσεις να κάνεις, κάν’ το με τον τρόπο εκείνο που σε εκφράζει. Άλλοι στέλνουν μηνύματα, άλλοι πάνε κάτω από το σπίτι αυτού που τους ενδιαφέρει και γράφουν  «Σ’ αγαπώ» με σπρέι στον απέναντι τοίχο ή στο δρόμο, άλλοι το κάνουν γαργάρα και το κρατάνε για όταν θα είναι νηφάλιοι. Εγώ, ας πούμε, στέλνω ηχητικά με ρεπερτόριο που κυμαίνεται από το «Για χατήρι σου ξημερώνει» μέχρι το «Και μου το ‘παν τα ταρώ, άμα θέλω μπορώ». Ο καθένας έχει την υπογραφή του.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Έλενα Καργοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου