Λατρεμένο και χιλιοφορεμένο ρούχο μας οι πιτζάμες. Είναι το ρούχο που φοράμε τις περισσότερες ώρες της ημέρας, συμπεριλαμβανομένου και του ύπνου. Αν και κάποιοι ντρεπόμαστε να το λέμε, τις φοράμε ακόμη κι αν έχουν λιώσει στις ραφές, ακόμη κι αν έχουν τρύπες σε διάφορα σημεία ή/και θυμίζουν τη στολή του Goofy.

Τις λατρεύουμε απλώς, γιατί είναι το ρούχο που έγινε συνώνυμο της ξεκούρασης και της χαλάρωσης. Φορώντας πιτζάμες, μπορούμε να κάνουμε στο σπίτι μας –στον προσωπικό χώρο μας δηλαδή– όλα αυτά που δεν μπορούμε να κάνουμε μπροστά στο αφεντικό μας στη δουλειά: να απλώνουμε την αρίδα μας παντού, να ξεκουράζουμε τα πόδια μας πάνω στο τραπέζι και να λύνουμε σταυρόλεξα, μέχρι να μας κουρελιαστούν τα νεύρα, αναζητώντας ποτάμια στην Αίγυπτο με 3 και με 4 γράμματα.

Η άνεση της πιτζάμας μας αφήνει ν’ αναπνέουμε ελεύθερα και να χορεύουμε χωρίς λόγο και αιτία, κάτι μεταξύ της χορογραφίας του Tom Cruise στο “Risky Business” και αυτής του Alfonso Ribeiro –του γνωστού Carlton–  από το λατρεμένο “The Fresh Prince of Bel-air”. Ναι, εντάξει δεν το παραδεχόμαστε δημόσια ότι το κάνουμε, αλλά όταν βγαίνεις έξω με φίλους για χορό και αρχίζεις να ξεφεύγεις, οι περισσότεροι φίλοι σου ξέρουν ότι δεν έκανες μπαλέτο, όταν ήσουν μικρός.

Λατρεύουμε τις πιτζάμες μας και για έναν ακόμη λόγο, ακόμα πιο τρελό. Δε χρειάζεται να είναι στη μόδα, γιατί πολύ απλά δεν τις βλέπει ο κόσμος όλος. Τώρα βέβαια αν είσαι κι απ’ αυτούς που δεν υποτάσσονται στη μόδα, η πιτζάμα σου μπορεί να είναι ένα λιωμένο μπλουζάκι, ένα χιλιομπαλωμένο παντελόνι, ένα παλιό νυχτικό τίγκα στο λουλούδι και στο ζαρζαβατικό (μπανανούλες κατά προτίμηση) ή ακόμα και μια σκελέα που σου ξέμεινε απ’ το στρατό.

Σημασία έχει ότι για σένα είναι το ρούχο της απελευθέρωσης, το οποίο έχεις τολμήσει να μην το βγάλεις από πάνω σου και να πας μέχρι το περίπτερο και –για πιο τολμηρούς– μέχρι το σούπερ μάρκετ. Αν πάλι είσαι απ’ τους άλλους που ακολουθούν τη μόδα, επιλέγεις να πάρεις μια σατέν πιτζαμούλα, για να κυκλοφορείς μέχρι το περίπτερο, φορώντας ψηλοτάκουνα σαν τη Sarah-Jessica Parker. Κι αυτό αποδεκτό είναι, αρκεί να μη φας τα μούτρα σου, γιατί εκεί θα πέσει δούλεμα από γνωστούς κι αγνώστους.

Καλά για σχέδια και μοτίβα στις πιτζάμες δεν το συζητώ. Εκτός από σύμβολο χαλάρωσης, είναι και μια κρυφή ένδειξη παλιμπαιδισμού. Για τα ρούχα της δουλειάς κάνουμε ολόκληρη έρευνα, για να είναι τα κατάλληλα, να εμπνέουν κύρος και σεβασμό, να ταιριάζουν στο προφίλ της εταιρείας.

Για τις πιτζάμες, όμως, κατά γενική ομολογία επιλέγουμε τα πιο ανάλαφρα υφάσματα, με τους πιο τρελούς χρωματικούς συνδυασμούς κι αν βρίσκουμε στο νούμερό μας πλέον, τολμάμε και επιλέγουμε παιδικά σχέδια με μονόκερους και σούπερ ήρωες, γιατί όλοι κρύβουμε μέσα μας μια Minnie Mouse ή έναν Spiderman. Το γιατί μάλλον έχει να κάνει με τη σχέση του έξω κόσμου και του κόσμου μέσα μας.

Στον έξω κόσμο είμαστε οι ενήλικες που πρέπει να τηρούμε υποσχέσεις, να επιτυγχάνουμε στόχους και να αναλαμβάνουμε με συνέπεια υποχρεώσεις. Στον δικό μας χώρο –στον προσωπικό μας– θέλουμε να ξενοιάσουμε, ν’ αναπνεύσουμε χωρίς περιορισμό και να πετάξουμε από πάνω μας, έστω και για λίγο, σκοτούρες και στενοχώριες. Και δεν υπάρχει πιο υπέροχο και πιο ξεκούραστο πράγμα, να φοράς τις πιτζάμες σου και να χαζεύεις στο μπαλκόνι, περιμένοντας να δεις το σήμα του Batman στον νυκτερινό ουρανό.

Εν ολίγοις, η ώρα της ξεκούρασης είναι ιερή και γι’ αυτό η πιτζάμα μας πρέπει να είναι ξεχωριστή. Όπως τα εσώρουχα μας βοηθάνε να νιώσουμε άνετα με το σώμα μας, έτσι και οι πιτζάμες είναι η στολή, για να το κάνουμε να χαλαρώσει και ν’ αράξει, έχοντας πάντα υπόψιν τον άγραφο νόμο της καθημερινότητας που επιβάλλει στον καθένα μας να φορέσει αυτό που θέλει για πιτζάμα και στους υπόλοιπους να το δεχτούν και πράξουν το ίδιο για τον εαυτό τους.

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου