ΔΕΠΥ, Φάσμα, Δυσλεξία. Λέξεις που κανένας γονιός δεν ακούει με πλήρη ψυχραιμία. Ίσως γιατί δεν μπορεί να τις καταλάβει ή είναι κάτι που δε γνωρίζει και δεν μπορεί εύκολα να κατανοήσει. Και είναι ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβει γιατί η αξιολόγηση-διάγνωση του παιδιού του από κάποιον ειδικό μπορεί να καταλήξει σε μια επίπονη, κουραστική και ψυχοφθόρα διαδικασία.

Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Υπάρχουν οι παθήσεις που δείχνουν τα συμπτώματά τους και ο γιατρός, που εξετάζει ένα παιδί, δίνει και την ανάλογη θεραπεία. Υπάρχουν όμως και κάποιες παθήσεις, όπου τα συμπτώματα δεν είναι τόσο εμφανή στον γονέα και το έμπειρο μάτι του εκπαιδευτικού μπορεί να τα εντοπίσει, ακόμα και στις πιο τρυφερές ηλικίες. Οι μαθησιακές δυσκολίες αλλά και οι διάφορες αναπτυξιακές διαταραχές δεν είναι κάτι που εμφανίστηκε ξαφνικά τα τελευταία χρόνια. Υπήρχαν πάντα, απλά η αναγνώριση της σπουδαιότητας και της χρησιμότητας της ειδικής αγωγής για την ελληνική εκπαίδευση άργησε. Παιδιά που είχαν Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα αντιμετωπίζονταν ως «ζωηρά» παιδιά, γεγονός που οδηγούσε εκπαιδευτικούς και γονείς να εφαρμόζουν τιμωρητικές συμπεριφορές. Η ένταξη της Ειδικής Αγωγής στα σχολεία ήρθε να το αλλάξει αυτό, αλλά άργησε αρκετά.

Με τους εκπαιδευτικούς ειδικής αγωγής δόθηκε η δυνατότητα πλέον σε όσους εργάζονται σε μια σχολική μονάδα να αναγνωρίζουν πλέον πιο εύκολα και συνειδητά τις δυσκολίες των παιδιών που έχουν κάποιες αναπτυξιακές διαταραχές. Και κάπως έτσι, σιγά σιγά μπόρεσε να βγει ένα πρωτόκολλο κινήσεων και διαδικασιών, έτσι ένα παιδί που αντιμετωπίζει προβλήματα να έχει μια στήριξη και μια επιπλέον βοήθεια, για να μπορέσει να κερδίσει το έδαφος που χάνει. Μια έγκαιρη πρώιμη παρέμβαση είναι πολλές φορές η καλύτερη θεραπεία. Μπορεί αυτή να αποτελείται από κάποιες εργοθεραπείες, κάποιες λογοθεραπείες, συνεδρίες με παιδοψυχολόγο, αλλά και στήριξη μέσα στη σχολική τάξη από κάποιον ειδικό παιδαγωγό. Όλα αυτά, όμως, για να τα εφαρμόσουν κάποιοι σε ένα παιδί, χρειάζονται τη βοήθεια των γονέων που καλούντα να κάνουν κάποιες διαδικασίες. Και δυστυχώς στην Ελλάδα του 2024 αυτές οι διαδικασίες μόνο απλές δεν είναι.

Στην πλειοψηφία τους οι εκπαιδευτικοί δε θέλουν ούτε να στοχοποιήσουν, ούτε να φέρουν σε δύσκολη θέση τον γονιό, όταν του ανακοινώνουν ότι βλέπουν κάποια πράγματα στο παιδί τους, τα οποία το κρατάνε πίσω. Ουσιαστικά, ενημερώνουν και προετοιμάζουν τους γονείς για τις δυσκολίες που θα έχει το παιδί τους στο μέλλον και συστήνουν συνήθως την επίσκεψη σε κάποιον ειδικό. Ένας ειδικός σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να είναι ένας παιδοψυχίατρος ή ένας αναπτυξιολόγος. Αν και ακούγονται φωνές που μιλάνε για «τεμπέληδες» εκπαιδευτικούς που δε θέλουν να δουλέψουν ή δε θέλουν να ασχοληθούν με τα «δύσκολα» παιδιά, καλό θα ήταν να αναλογιστεί κανείς πώς είναι να δουλεύεις μέσα σε μία τάξη με 25 νήπια, εκ των οποίων κάποια από αυτά αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσαρμογής, δεν μπορούν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες, δεν μπορούν να εκφραστούν ή δεν μπορούν να επικοινωνήσουν σε ένα τόσο μεγάλο κοινωνικό σύνολο. Όταν επιλέγει ένας γονιός να ρωτήσει έναν από αυτούς τους εκπαιδευτικούς για το πώς πάει το παιδί του στην τάξη, αν μη τι άλλο αναγνωρίζει ότι ο εκπαιδευτικός, που έχει μπροστά του, ξέρει πέντε πράγματα για το πώς αναπτύσσεται σωστά ένα παιδί. Οπότε το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνει ένας γονιός είναι να ακούσει τι έχει να του πει ο εκπαιδευτικός με παραδείγματα κι επιχειρήματα.

Μετά, ξεκινάει ένα μαρτύριο, ένας γραφειοκρατικός Γολγοθάς, για να διεκδικήσουν οι γονείς αυτά που δικαιούται το παιδί τους. Αρκεί να σκεφτούμε το παράδειγμα ενός αστικού κέντρου 45.000 κατοίκων, όπου η δημόσια δομή που είναι η μόνη που μπορεί να εγκρίνει αίτηση για παράλληλη στήριξη, ζητά από τους γνωμάτευση από αναπτυξιολόγο δημόσιας δομής που δεν υπάρχει εκεί. Τότε οι γονείς καλούνται να ταξιδέψουν σε ένα άλλο, μεγαλύτερο αστικό κέντρο, για να βρουν τον ειδικό που θα εξετάσει το παιδί τους. Για να κλείσουν, βέβαια, αυτό το ραντεβού με αυτόν τον ειδικό θα πρέπει να περιμένουν μήνες. Κι όταν πάρουν το χαρτί θα πρέπει να πάνε να κλείσουν άλλο ραντεβού στην πρώτη δημόσια δομή, η οποία και θα κάνει την αξιολόγηση, η οποία μπορεί όμως να αργήσει λόγω φόρτου εργασίας. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η οικονομική εξόντωση μιας οικογένειας, καθώς δεν καλύπτονται όλες οι διαδικασίες από τα ταμεία και αν κάποιες καλυφθούν, δε γίνεται στο 100%. Κάπως έτσι, χάνεται πολύτιμος χρόνος για το παιδί και για κάθε παιδί. Γιατί όταν μέσα σε μία τάξη 20-25 παιδιών τα παιδιά με δυσκολίες παλεύουν να σταθούν χωρίς την επικουρία κάποιο ειδικού, η νηπιαγωγός, η βρεφονηπιοκόμος, ο δάσκαλος προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους, πολλές φορές μάταια. Γιατί για κάθε εμπόδιο που καταφέρνουν να περάσουν, ξεφυτρώνουν άλλα δέκα μετά. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο φαύλος κύκλος δεν κλείνει ποτέ και το μεγαλύτερο θύμα στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι το ίδιο το παιδί.

Σαν να μην έφτανε αυτό, τα στατιστικά για στήριξη των παιδιών μέσω ειδικών παιδαγωγών δείχνουν να ανεβαίνουν σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Κάποιοι ειδικοί μίλησαν για επιπτώσεις της Πανδημίας Covid-19, κάτι το οποίο είναι ακόμα προς διερεύνηση. Αρκετές φωνές στοχοποιούν την έκθεση των παιδιών στις οθόνες. Το τι φταίει όμως στην παρούσα φάση λίγο έχει σημασία. Σημασία έχει ότι οι δυσκολίες υπάρχουν και είναι πλέον ανιχνεύσιμες και κάποιες από αυτές διαχειρίσιμες, αρκεί να γίνει έγκαιρα η διάγνωση.

Όταν τη σχολική χρονιά 2015- 2016 οι εγκρίσεις για παράλληλη στήριξη παιδιών μέσα στη σχολική τάξη, τόσο σε πρωτοβάθμια όσο και σε δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν ξεπερνούσαν τις 5.000, το 2021-2022 ο αριθμός όχι απλά διπλασιάστηκε αλλά έφτασε τις 12.000. Τη φετινή σχολική χρονιά 2023-2024 οι εγκρίσεις των αιτήσεων ξεπέρασαν τις 19.000. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι ενώ οι εγκρίσεις ανεβαίνουν αριθμητικά κάθε χρόνο, οι προσλήψεις των ειδικοτήτων για ειδική αγωγή μειώνονται. Όλο αυτό το βάρος πέφτει στους εκπαιδευτικούς, με τους γονείς να μην μπορούν να βοηθήσουν άλλο τα παιδιά τους και καταλήγουμε σε συγκρούσεις των μεν με τους δε, που δεν έχουν νόημα. Μήπως τελικά αντί να βρίσκονται ο ένας απέναντι από τον άλλο, θα έπρεπε να βρίσκονται στην ίδια πλευρά διεκδικώντας τα αυτονόητα από το κράτος, που τους τα οφείλει;

Είναι λογικό και φυσικό για έναν γονιό να φοβάται με τη διαδικασία, αλλά και με τη δυσκολία που αντιμετωπίζει το παιδί του. Ο φόβος κάποιες φορές βοηθάει στο να μην κάνεις άτσαλα βήματα και μεγαλόπνοα σχέδια που δεν έχουν βάση και επαφή με την πραγματικότητα. Δεν πρέπει όμως ο φόβος να μετατραπεί σε τρόμο, γιατί τότε μπορεί να χαθεί ο έλεγχος. Είναι εύκολο να κατηγορήσεις αυτόν που είναι άμεσα κοντά σου, όπως είναι ο εκπαιδευτικός. Αλλά δεν είναι δίκαιο. Γιατί γνωρίζουμε ότι δεν είναι εύκολο και για αυτόν να εντοπίζει δυσκολίες και προβλήματα. Το σίγουρο είναι ότι και ο γονιός και ο εκπαιδευτικός είναι έρμαια τρίτων που δε γνωρίζουν τι σημαίνει να μεγαλώνεις παιδί που βρίσκεται στο φάσμα και τι σημαίνει να προσπαθείς να φέρεις βόλτα μία τάξη 20-25 νηπίων, εκ των οποίων αρκετά από αυτά έρχονται αντιμέτωπα με αναπτυξιακές δυσκολίες. Και τελικά, η σκέψη καταλήγει να είναι η ίδια: μήπως τελικά δε φταίει ο «σταθμάρχης» κι ο «επιβάτης» αλλά αυτός που τους έβαλε στη δύσκολη θέση κι απαιτεί να κολυμπήσουν σε έναν βυθό προβλημάτων χωρίς οξυγόνο;

Συντάκτης: Κέλλυ Ιακωβίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου