Τί είναι αυτό που θα φέρει την κατάντια της συνήθειας στον ασυμβίβαστο έρωτα που ξεκίνησε ένα καλοκαίρι στο σοκάκι ενός νησιού; Πώς θα γίνει το πάθος να μετατραπεί σε ένα βαρετό βράδυ με την τηλεόραση να παίζει κάποιο ηλίθιο σίριαλ και δυο απλανή βλέμματα να κοιτούν το ρολόι και να μετρούν πόσες ώρες ύπνου τους απομένουν μέχρι να ξυπνήσουν για να επαναλάβουν αυτή την άχρηστη ημέρα πάλι από την αρχή, αύριο; Πότε θα έρθει η στιγμή που επιτέλους μετά από μια δύσκολη εβδομάδα έρχεται το σαββατοκύριακο και τελικά η μόνη διαφορά με τις καθημερινές θα είναι ότι απλά δεν θα πας για δουλειά;

Ξεκινούν παθιασμένα, με πολλά φιλιά, σφιχτές αγκαλιές και ιδρωμένο, βρώμικο σεξ, μπαλαμούτι, πολυλογία, περιποίηση και ενδιαφέρον, και καταλήγουν σε μια τυπική συμβίωση δυο άψυχων κορμιών που στηρίζονται μόνο στην αγάπη –αν υπάρχει και αυτή– για να τους κρατήσει μαζί στον ερωτικό λήθαργο, να κρατήσει την φλόγα που σιγοκαίει πλέον σαν καντήλι  που του τελείωσε το λάδι.

Ξεκινά με φιλιά στα παγκάκια και χαμουρέματα στις παραλίες και αφήνει το χρόνο και την συνήθεια να παραδώσει τα πάντα στην χειμερία νάρκη, το κώμα.

Το ίδιο σώμα που πριν καιρό δεν χόρταινες να μυρίζεις και να αγγίζεις, τώρα πια το έχεις δεδομένο, σαν παιδάκι που βαρέθηκε το παιχνίδι του και ναι μεν το πετά στην άκρη, αλλά θέλει να το βλέπει εκεί που το άφησε, δε θέλει κανένας άλλος να το πάρει, ούτε να του αλλάξει θέση, είναι δικό του και μόνο.

Τον ίδιο άνθρωπο που δεν χόρταινες να βλέπεις και πήγαινες στην δουλειά σου με τρεις ώρες ύπνου επειδή ξενύχτησες μαζί του και δεν μπορούσες να τον αφήσεις να βγει από το αυτοκίνητο, τώρα ψάχνεις την παραμικρή δικαιολογία για να τον αποφύγεις και να κάνεις κάτι άλλο, ακόμα και να μείνεις μόνος σου να δεις ντοκιμαντέρ για την κατάθλιψη του τζίτζικα στα φθινοπωρινά πρωτοβρόχια.

Όλοι φυσικά θέλουν τον χώρο τους, τον προσωπικό τους χρόνο και τις στιγμές που δεν θα έχουν κανέναν να τους ζαλίζει με τα δικά του. Αλλά όταν τα φιλιά γίνονται «της θείας» που έλεγε και μια πρώην μου, κοφτά και σύντομα, τα quickies σε πυλωτές και ασανσέρ γίνονται ανιαρά δεκάλεπτα στο κρεβάτι και οι αγκαλιές γίνονται αδιάφορες, παγωμένες, κενές επαφές, τότε φιλαράκι δεν είναι ο προσωπικός σου χώρος το πρόβλημα.

Άφησες την αδιαφορία να κερδίσει την κάψα σου για κάτι δυνατό, και τώρα όσες κλισέ μπηχτές και να πετάς για να ταράξεις τα νερά, ο βάλτος έχει μπει στην σχέση σου και άρχισε και να στην σαπίζει.

Αν δεν βιαστείς να ξυπνήσεις από την καταστολή την χαμένη δυναμική σας, οι μνήμες  της θα φέρουν και στους δυο θλίψη για αυτό που χάθηκε, και μη γελιέσαι, τα ένστικτα του ανθρώπου επιβάλλουν να επιδιώκει να αποκτά αυτά που χρειάζεται για να φέρνει στα μέτρα του την ζωή, αλλιώς ακόμα θα μέναμε σε σπηλιές και θα τρώγαμε βολβούς.

Την ώρα που εσύ θα κοιτάς σαν μαλάκας την τηλεόραση αδιαφορώντας για όποιον βρίσκεται απέναντί σου στον καναπέ που περιμένει μια Κυριακή για να σε χαρεί, θα πάρει το λάπτοπ στα χέρια να παίξει candy crash, και κάποια από τις κόκκινες ειδοποιήσεις εκεί πάνω δεξιά ίσως να είναι η αρχή του τέλους.

Ναι φιλαράκι, ούτε σε μπαρ θα είναι, ούτε σε καφέ, ούτε σε μπουζούκια, εκεί απέναντί σου θα είναι και θα απομακρύνεται. Ίσως πάλι να μην χρειαστεί καν αυτό, αλλά απλά να έχετε συνδυάσει αμφότεροι αυτή την σήψη με το πρόσωπο που μέχρι χθες θέλατε σαν τρελοί, και απλά να περιμένετε ποιός θα τραβήξει την σκανδάλη, γιατί μέχρι κι αυτό βαριέστε να το κάνετε πλέον.

Κι όταν αυτό γίνει και o πρώην έρωτας, κάποια στιγμή προχωρήσει, τότε ως δια μαγείας η επιθυμία επανέρχεται και θες να γυρίσει πίσω και να είστε πάλι δυο ερωτευμένα πιτσουνάκια. Σαν εγωπαθές κτητικό κωλοπαίδι που είσαι, λες και ο άνθρωπος είναι σχοινί σε διελκυστίνδα που το τραβάνε και από τις δυο πλευρές μέχρι ο νικητής να τραβήξει τον χαμένο στις λάσπες και τα σκατά.

Μην αφήνετε την ρουτίνα να καταναλώσει την επιθυμία, όπως η φωτιά καταναλώνει το οξυγόνο. Κάτι γουστάρατε στο ταίρι σας για να κάνετε κάτι μαζί του, κάτι ερωτευτήκατε για να συνεχίσετε. Και αυτό το «κάτι» θα είναι η απάντηση σε κάθε εμπόδιο που θα σας θέτουν ή θα βάζετε εσείς οι ίδιοι.

Ο έρωτας έχει αναλυθεί σε εκατομμύρια σελίδες, θρανία, τοίχους, ανάσες με ισάριθμες ερμηνείες, ενώ ουσιαστικά χαρακτηρίζεται απόλυτα σε δυο λέξεις και μόνο έτσι βιώνεται: «Καύλα ανελαστική».

 

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης