Άνοιξη 2006, παρθενική επίσκεψη στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Επιβίβαση σε ένα ιπτάμενο κατσαρολικό της τότε, κρατικής ακόμα Ολυμπιακής, ευρισκόμενης μεταξύ ξεπουλήματος και τάφου κι άφιξη στο «Μακεδονία». Ως Αθηναίος, ζεις με την ψευδαίσθηση ότι είσαι το επίκεντρο της Ελλάδας. Την υπόλοιπη περιφέρεια την έχεις μάθει με τη μάνα σου να σε ρωτάει όλη την ώρα σαν τον Πώποτα νομούς και πρωτεύουσες.

Θα έβλεπα επιτέλους τους σνομπ βορειοελλαδίτες, που ενώ γράφουν με «μου/σου», προφέρουν «με/σε». Που τα κίτρινα τυριά τα λένε «κασέρια», ενώ όλα τα λευκά τα αποκαλούν «τυριά», τις σως τις λένε «αλοιφές», το πιτόγυρο «σάντουιτς» και τα βερνίκια «όζες». Θα έβλεπα επιτέλους αυτά τα στενά-παλιά Λαδάδικα που πουλούσαν αυτό που ήθελε η γκόμενα του μακαρίτη του Μητροπάνου.

Τα παρακάτω δέκα είναι τα πρώτα μαθήματα ενός Αθηναίου στη Θεσσαλονίκη, σε μια εποχή χωρίς κοινωνική δικτύωση και 3g στα κινητά, που για να μάθεις κάτι δεν googlαρες, αλλά ρωτούσες.

1. Έχουν το ίδιο μποτιλιάρισμα με την Αθήνα. Η διαδρομή από Λαγκαδά μέχρι να βγεις Εγνατία με το ταξί, κοστίζει όσο και το εισιτήριο του αεροπλάνου για Θεσσαλονίκη. Ο ταρίφας  –αυτοδιορισμένος ξεναγός τότε– δικαιολόγησε την κίνηση λόγω των έργων του μετρό. Δέκα χρόνια μετά, ένα δάκρυ κυλάει. Α, και κορνάρουν όπως οι Αθηναίοι.

2. Το να πεις δυνατά σε σουβλατζίδικο που βλέπουν μπάλα Θεσσαλονικείς οπαδοί την έκφραση «δύο σουβλάκια καλαμάκι κοτόπουλο απ’ όλα, μια πατάτες και μια τυροσαλάτα», είναι σαν να μπαίνεις σε τζαμί τζιχαντιστών και να ζητάς αντίδωρο.

3. Οι γυναίκες εκ πρώτης όψεως τιμούν την φήμη τους ως ψωνάρες. Κι αν τολμήσεις να τους μιλήσεις, παίρνουν μια έκφραση λες κι έχουν μια σκατούλα στο στόμα, που δε θέλουν ούτε να καταπιούν, αλλά ούτε και να φτύσουν. Οι ίδιες γυναίκες πάραυτα, εάν σε συστήσει κάποιος φίλος/συγγενής  τους, θα σε χορεύουν μέχρι να χρειαστείς κηδεμόνα στη μέση. Οι γνωριμίες εκεί πάνω είναι old school και λίγο πιο παραδοσιακές. Το «μη μιλάς σε αγνώστους» της μαμάς, το τηρούν μέχρι τα 35 τους.

4. Η πραγματική Θεσσαλονίκη δε βρίσκεται στις μεγάλες εμπορικές αρτηρίες, αλλά στα μικρά της στενάκια. Στα στενάκια που ακούς μουσική από μια σκοτεινή στοά, κι αν προχωρήσεις μέσα, βρίσκεσαι σε μαγαζιά με αισθητική που δε θα βρεις πουθενά αλλού. Στις μεγάλες πιάτσες θα βρεις όμοια ποιότητα υπηρεσιών, που στην Αθήνα πρέπει να έχεις γερό μπεζαχτά για να τις απολαύσεις, αλλά βλέπεις το εξώφυλλο, όχι την ταυτότητα.

5. Δεν πάνε χαλαρά. Απλά δεν ανέχονται επεμβάσεις στο ρυθμό τους. Όσο περισσότερο τους πιέσεις, τόσο περισσότερο θα σε αργήσουν. Μοναδική εξαίρεση, τα επείγοντα περιστατικά στα νοσοκομεία. Οπουδήποτε αλλού αν προσπαθήσεις να τους πρεσάρεις να κάνουν κάτι γρήγορα, μην κάνεις καφέ, αλλά όνειρα.

6. Η Αθήνα έχει μακράν περισσότερες μεγάλες πίστες. Αν όμως δε βγεις από τα Μαμούνια (Πάολα τότε, μια τραγουδίστρια άγνωστη στην Αθήνα) με τη γραβάτα δεμένη σαν ζώνη καράτε και το πορτοφόλι χωμένο κατά λάθος στο σώβρακο, δεν ξέρεις τι εστί μπουζούκια. Σε μια εποχή που τα λουλούδια έπεφταν όπως οι ριπές στο Ελληνοϊταλικό μέτωπο του ‘40, απλά δεν εξιστορείται.

7. Προσοχή στα «με, σε,  λ,  γκ,  γιαβρί μου,  πασάκα μου,  τζιέρι μου». Όσο περισσότερο τα κοροϊδεύεις, τόσο πιο εύκολα στα κολλάνε. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο ταπεινωτικό για το φανατικό Αθηναίο από το να τον ρωτούν πώς πέρασε στην πρώτη του επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη και να απαντά ασυναίσθητα, «γκαύλα».

8. «Το Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα» γράφτηκε για τις χιλιάδες των ξεριζωμένων Ελλήνων που την κατοίκησαν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν. Τα περισσότερα σπίτια, έχουν ιστορίες για κάποια χαμένη πατρίδα, σπίτι, μάνα, αδελφό. Κι εξακολουθεί να είναι η ίδια φτωχομάνα, η πόλη που αν κόβει η γκλάβα σου, θα σου δώσει την ευκαιρία. Δεν είναι πόλη μόνο για λεφτάδες, είναι όμως πόλη μόνο για ξύπνιους.

9. Μην πεις ποτέ αυτό που ανάμεσα σε πολλούς Αθηναίους έλεγα κι εγώ, ότι απλά κάνουν καλό marketing στην πόλη τους. Βγάζεις σαν φοιτητής αναμνηστική φωτογραφία στην πύλη του Γ’ Σώματος Στρατού και λίγα χρόνια μετά βάζεις λυτούς και δεμένους να πας να υπηρετήσεις εκεί τους τελευταίους μήνες της θητείας σου, ενώ δικαιούσαι μετάθεση στην Αθήνα. Είναι η πόλη που είτε είσαι στην Αθήνα είτε έφεδρος αξιωματικός στους Κήπους του Έβρου, κάθε δέκα μέρες τρέχεις να ζήσεις νεαρούς έρωτες σε ένα στενάκι της Πολίχνης, οδηγείς ώρες στην ομίχλη αρκεί να βρεθείς έστω για δυο μέρες στην καλύτερη πάστα ανθρώπων που έχεις γνωρίσει. Μην κάνεις το λάθος να υποτιμήσεις την επιρροή που ασκεί αυτός ο τόπος στις ψυχές. Καταπίνει τις καρδιές όπως το τρίγωνο των Βερμούδων τα καράβια.

10. Ταξίδι στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένο αν δε γυρίσεις τρία κιλά βαρύτερος. Αν δε μυρίζεις αρώματα, θα μυρίζεις φαγητά. Μεσογειακά, Αρμένικα, Ποντιακά, Πολίτικα, Σμυρνέικα. Μην πάρεις εφαρμοστά ρούχα, εκτός αν είσαι πια τόσο ανοργασμικός, ξενέρωτος ή τσιφούτης.

Δεν είναι το μεράκι στη μπουγάτσα, ούτε στο φραπέ (παρεμπιπτόντως το φραπέ είναι αθηναϊκό, όταν ο Λέντζος στο Παγκράτι έφτιαχνε φραπέ, εσείς εκεί πάνω τον πίνατε καραβίσιο σε κρασοπότηρο), ούτε στα σουβλάκια. Είναι το μεράκι στην καλοπέραση, στον έρωτα, στη ζωή, στο «όλα-πολύ». Είναι η μόστρα μας, το φιλετάκι για το οποίο σφάζονται οι γείτονες λαοί (κι όχι μόνο) για αιώνες. Είναι η πόλη που στις εθνικές εορτές θα τραγουδιέται το «Μακεδονία Ξακουστή» και θα σείεται ο τόπος από το πόδι των ευζώνων και τα μαχητικά, με τις γριές να κλαίνε γιατί ξέρουν καλά πόσο αίμα έχει χυθεί για να κυματίζει η σημαία μας στο Λευκό Πύργο. Είναι η πόλη που δε θα πεις ποτέ «δεν ξαναέρχομαι, βαρέθηκα».

Υ.Γ. Είναι η πόλη που επίσης δε θα πεις ποτέ «Θα σε πάρω μετά γιατί είμαι στο μετρό και δεν έχει σήμα».

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης