Φαντάσου ένα show μαγειρικής, στο οποίο έρχεται ο υποψήφιος να ετοιμάσει δέκα πιάτα, βάζει δέκα κατσαρόλες στη φωτιά και καπάκι σου λέει «Τέλος, μέχρι εκεί μπορώ». Φαντάσου κάποιος να σου λέει «πάμε μια βόλτα», και με το που μπαίνετε στο αμάξι να βάζει μπρος και να το ξανασβήνει, λέγοντάς σου «Φτάσαμε, μέχρι εδώ μπορώ», και βγαίνοντας να σε ρωτάει κιόλας αν σου άρεσε η βόλτα. «Τι μαλακίες μπήκα και διαβάζω» σκέφτεσαι αυτή τη στιγμή. Αλλά σε λίγες σειρές όλα θα βγάζουν νόημα.

Με την παραδοχή ότι οι δύο από πάνω πρέπει να θεωρηθούν, κατά την κοινή λογική βλαμμένοι, γιατί όλοι οι υπόλοιποι που ξεκινούν κάτι και το παρατούν, είτε στην αρχή είτε στη μέση, πρέπει να μη θεωρούνται, ή να θεωρούνται έστω και λίγο λιγότερο;

Επειδή κάποια θέματα δε χρειάζονται μεγάλες εισαγωγές. Μαγκιά δεν είναι να ξεκινάς κάτι, αλλά να το κρατάς. Μαγκιά δεν είναι να κάνεις κάτι δικό σου, αλλά να μείνει δικό σου. Μαγκιά δεν είναι να φτιάξεις μία φορά κάτι, αλλά να το φροντίζεις ώστε να μην ξαναχαλάσει. Κι ενώ φαίνεται κάτι πολύ απλό για να γίνει συζήτηση, τελικά γίνεται, αφού σπάνια πλέον το βλέπεις να ‘ναι πραγματικότητα. Παρά τη διευκόλυνση που μας προσφέρει πια η ζωή, έχουμε χάσει ένα βασικό σκέλος του συστήματος αξιών των σχέσεων, που οι παλιοί το κράτησαν ζωντανό για αιώνες, και δεν είναι άλλο απ’ την προσπάθεια να κρατήσουμε κοντά μας τον άνθρωπο που εμείς οι ίδιοι επιλέξαμε.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο έρωτας διαχρονικά παρομοιάζεται με τη φωτιά, όχι μόνο λόγω της θέρμης που πρέπει να έχει (αυτό το ότι πρέπει να μπει η λέξη «πρέπει» είναι ενδεικτικό της κατάντιας μας), αλλά και γιατί, όπως τη φωτιά, δεν αρκεί το παίδεμα να την ανάψεις, αλλά πρέπει να την προσέχεις διαρκώς μη σου σβήσει. Πρέπει να την τροφοδοτείς με καύσιμο για να μείνει ζωντανή, ώστε να σε ζεσταίνει και να σε φωτίζει.

Όσο παπάρας θα ήταν, λοιπόν, αυτός που ενώ θα είχε κάνει τον κόπο να την ανάψει θα την καπέλωνε με έναν κουβά νερό, χωρίς προφανή λόγο, άλλο τόσο παπάρας είναι κι αυτός που ξεκίνησε μια επικοινωνία μέχρι να κερδίσει την προσοχή, και με το που την κέρδισε, τη σταμάτησε. Τόσο παπάρας είναι επίσης αυτός που κρύβεται πίσω από παραμύθια και πάρλες, σε μια εποχή που άντρες και γυναίκες έχουμε την άνεση να κάνουμε ό,τι θέλουμε, χωρίς να μας απασχολεί η κατινιά κι η μαλακία του κόσμου που θα σπεύσει να μας κρίνει σαν αυτοδιορισμένος ερωτοδίκης. Αν κάτι έχεις πάρει την απόφαση να το ξεκινήσεις, προχώρα το. Αν πάλι δεν είσαι σίγουρος, δεν έχεις λόγο να ταλαιπωρείς ανθρώπους που δε φταίνε σε τίποτα να περιμένουν πότε θα αποφασίσεις ποιον, τελικά, θες και τι θες από αυτόν.

Και να μου το θυμάστε ότι οι σημερινοί τριαντάρηδες (και βάλε, κυρ Στέφανε), θα κληθούμε κάποτε να απολογηθούμε γι’ αυτό το χάλι, χάλι που δυστυχώς θα κληροδοτήσουμε αντίστοιχα και στις επόμενες γενιές που θα μας διαδεχθούν. Θα ‘μαστε οι πλέον αρμόδιοι να δώσουμε εξηγήσεις, γιατί θα ‘χουμε ζήσει τη μισή μας ζωή κρυμμένοι πίσω από μια ζαρντινιέρα, μέχρι να ανοίξει ένα παράθυρο να ρίξουμε ένα ραβασάκι μέσα, που μπορεί να το ‘χαμε γραμμένο τρεις μέρες πριν και να μην μπορούσαμε να το παραδώσουμε, ενώ παράλληλα, την άλλη μισή, θα την έχουμε ζήσει μπροστά σε ένα κινητό να συνομιλούμε real time video με όποιον θέλουμε κι όπου κι αν είναι αυτός. Και παρ’ όλη την ευκολία που η ζωή πλέον μας προσφέρει στο να επικοινωνήσουμε, εμείς την εκμεταλλευτήκαμε για να ζήσουμε περισσότερα «λίγα» παρά ένα «πολύ».

Στο φίλο μου τον Παναγιώτη, που λες, δεν αρέσει το σπανάκι. Του το τάιζε η μάνα του με το ζόρι και του ‘χει μείνει ψυχολογικό τραύμα. Οπότε, όταν τυχαίνει να είμαστε σε μπουφέδες και βλέπει πιτάκια που δεν ξέρει τι έχουν μέσα, ρωτάει τι είναι, ώστε να αποφύγει τα σπανακοπιτάκια, και να φάει κάτι άλλο. Αν η πληροφόρησή του είναι λάθος κι εν αγνοία του δαγκώσει σπανακοπιτάκι, ναι, θα το πετάξει, γιατί δεν ήξερε κι έπρεπε να το δαγκώσει για να ανακαλύψει ότι μέσα του έκρυβε αυτό που ο Παναγιώτης δεν παίζει ούτε να μασήσει, πόσο μάλλον να καταπιεί. Αν, όμως, ξέρει ότι εκεί παίζει σπανάκι, δε θα το βάλει καν στο πιάτο του, πόσο μάλλον να δοκιμάσει να το φάει. Ο Παναγιώτης μπορεί να πάθει σιδηροπενική αναιμία γιατί δεν τρώει σπανάκι, αλλά δε θα χαραμίσει ποτέ ένα σπανακοπιτάκι, που η φίλη μου η Εύη θα το ‘τρωγε σαν νηστικό για μια εβδομάδα πιράνχας. Και ναι, ακόμα κι αν είσαι πέντε χρονών, καταλαβαίνεις ακριβώς τον παραλληλισμό. Αυτό που εσύ μπορεί να βάλεις στο πιάτο σου ενώ δεν το θες, κάποιος άλλος θα έδινε τα πάντα για να το ‘χει.

Δεν πετυχαίνει, λένε, αυτός που δεν απέτυχε ποτέ, αλλά αυτός που δεν παραιτήθηκε ποτέ. Δεν κερδήθηκε το στοίχημα όταν μιλήσατε πρώτη φορά, όταν φιληθήκατε πρώτη φορά, όταν κοιμηθήκατε μαζί πρώτη φορά. Κι όχι, δε θέλει μόνο τρόπο, θέλει και κόπο, τον οποίο, αν δεν έχεις σκοπό να καταβάλλεις εις ολόκληρον, τότε καλύτερα να μην τον καταβάλλεις καθόλου.  Καλύτερα και για ‘σένα, κι ακόμα περισσότερο για όσους θα ‘χουν ανεδαφικές προσδοκίες απ’ την πάρτη σου.

 

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη