Πριν κάποιο καιρό έμαθα ότι το σώμα θυμάται, έχει μνήμη. Είναι αποδεδειγμένο ότι ξένα συστατικά που βλάπτουν μια φορά τον οργανισμό, οδηγούν στη δημιουργία αντισωμάτων που απαγορεύουν στα συστατικά να σε ξαναβλάψουν. Πόσο έξυπνο ε; Ο οργανισμός σου καταλαβαίνει τι σε αρρωσταίνει και αντιδρά με τέτοιον τρόπο που του απαγορεύει να σου δημιουργήσει πρόβλημα ξανά.

Ιδιοφυές. Η φύση μ’ έχει προικίσει μ’ έναν τρομερό μηχανισμό άμυνας, μ’ ένα μηχανισμό που με προστατεύει από οτιδήποτε ξένο. Κι εγώ επιμένω τους ξένους μου να τους αγκαλιάζω και να τους κρατώ εντός μου. Επιμένω ν’ αφήνω τις βλαπτικές ουσίες της ζωής μου να επιδρούν πάνω μου ξανά και ξανά, χωρίς ν’ αποκτώ καμιά ανοσία.

Παραδόξως, κι εγώ θυμάμαι. Θυμάμαι το ψυχρό σου βλέμμα, θυμάμαι τα σώματα που πια δεν αγκαλιάζονται, θυμάμαι το τηλέφωνο που δε χτύπησε ποτέ. Θυμάμαι να φεύγεις, θυμάμαι να ζω πέντε μήνες σε μόνιμη θολούρα. Να βρίσκομαι σε λήθαργο, να θέλω να κοιμάμαι για να μην αρρωσταίνω κι όταν είμαι ξύπνια να μη μ’ αγγίζει τίποτα. Να μη μου φαίνεται τίποτα αστείο, να μη με χαροποιεί κανένας.

Τα κράτησε ο οργανισμός μου όλα αυτά. Τις στενοχώριες, τα δύσκολα βράδια, τους γνωστούς που μ’ απομάκρυναν, τη γροθιά στο στομάχι κάθε που περνούσα μπροστά απ’ το σπίτι σου. Ήξερα πως μου κάνεις κακό, πως πρέπει να σε αποβάλλω όσο πιο γρήγορα μπορώ για να βρω την υγειά μου.

Όσο κι αν βοηθάει η μνήμη του σώματος σε κρυολογήματα και ασθένειες, δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τη νόσο του μυαλού. Δεν είναι επιλεκτική η μνήμη. Αν όντως ο οργανισμός μας μπορούσε να μας προστατεύσει, θα έπρεπε να διαγράφονται αυτόματα μόνο οι καλές αναμνήσεις. Οι καλές αναμνήσεις είναι που θρέφουν μέσα σου την ελπίδα της επανασύνδεσης, οι καλές αναμνήσεις είναι που σου δημιουργούν νοσταλγία και σε κάνουν να χαμογελάς με σκέψεις και τραγούδια.

Θα ‘πρεπε να μένουν όλα τα άσχημα. Δε θα ‘πρεπε να θυμάμαι την ανάσα σου στο λαιμό μου, δε θα ‘πρεπε να θυμάμαι την ελιά στον αυχένα σου, ούτε πώς γυαλίζουν τα μάτια σου όταν είσαι κουρασμένος. Αυτά πια δεν έχουν καμία σημασία κι ας ήταν κάποτε ένας ολόκληρος κόσμος. Τα άσχημα σε απομακρύνουν, σε κάνουν περισσότερο ρεαλιστή, σε προειδοποιούν να μην πλησιάσεις, γιατί το έδαφος είναι επικίνδυνο κι έχεις ήδη φάει τα μούτρα σου.

Κι όμως ο καταραμένος ο μηχανισμός προστασίας, το ηλίθιο ένστικτο επιβίωσης δε λειτούργησε έτσι. Λες και χάλασε με την παρουσία σου.

Γιατί γύρισες, ναι. Το μικρόβιο, ο ξένος μικροοργανισμός επέστρεψε για να μολύνει ό,τι του ξέφυγε την πρώτη φορά. Κι εγώ που στηρίχτηκα τόσο στο ένστικτο αυτοσυντήρησής μου και περίμενα πως αυτό θα με σώσει, βρέθηκα σε συνεχή εγρήγορση κι επαγρύπνηση προσπαθώντας μάταια να βρω τρόπους να σου ξεφύγω.

Έμεινα να παρακαλάω πανικόβλητη τον οργανισμό μου ν’ αμυνθεί, την ίδια ώρα που προσπαθούσα να βρω τρόπους να γυρίσω. Σε άφησα να εισβάλλεις στη ζωή μου ξανά, καταστρέφοντας στο πέρασμά σου κάθε είδος προστασίας που είχα πολύ προσεκτικά στήσει γύρω μου. Έχτιζα τείχη για πέντε μήνες, για να με φέρεις στο μηδέν μέσα σε δυο μέρες.

Μπα, τελικά άχρηστο είναι το αμυντικό σύστημα του οργανισμού. Από τίποτα δε σε προστατεύει και πρώτα απ’ όλα, δε σε προστατεύει από τον ίδιο σου τον εαυτό. Δε σε προφυλάσσει από τις αυτοκαταστροφικές σου τάσεις, σε αφήνει να πέφτεις με φόρα πάνω σε τοίχους ξανά και ξανά, μέχρι να μείνεις ξέπνοος κι απορημένος στο χώμα. Κι ακόμα και τότε, δε βρίσκει τρόπο να σε συνετίσει. Γι’ αυτό σου λέω. Χρόνια και χρόνια εξέλιξης, για έναν οργανισμό που σ’ αφήνει ν’ αυτοκαταστρέφεσαι.

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου