Κι έτσι απλά, μία μέρα μου πέρασες. Εντάξει, αυτό είναι ψέμα, ούτε τόσο απλά ούτε σε μία μέρα, αλλά μου πέρασες κι αυτό είναι το σημαντικό. Ξέρεις, οι μήνες περνούσαν κι οι οθόνες του μυαλού μου κολλημένες να προβάλλουν σε επανάληψη το ίδιο έργο. Κατάντησε κουραστικό κι οι θεατές το βαρέθηκαν πια, δεν έκοβαν εισιτήρια, μόνη μου το έβλεπα.

Οι φίλοι κουράστηκαν να ακούν κι εγώ σιχάθηκα να γκρινιάζω, φλέρταρα με την ταμπέλα της εμμονής. Η ζωή περνάει, έλεγαν, το ίδιο κι οι έρωτες -κι είχαν δίκιο. Κουνούσα καταφατικά το κεφάλι, μετρούσα με προσοχή τις φορές που ανέφερα το όνομά σου και κράτησα την ιστορία μας αποκλειστικά για ιδιωτική προβολή.

Ξέρεις, οι άνθρωποι είναι μαζοχιστές, στον έρωτα ακόμα παραπάνω.  Μαζί τους κι εγώ, φοβόμουν μην ξεχάσω κι επέμενα να μου θυμίζω κάθε μικρή και μεγάλη μας στιγμή. Να διαγράφω τις άσχημες, τους καβγάδες, τις φωνές, τις πληγές, τις απουσίες. Να κρατάω μόνο τις όμορφες, να τις ντύνω με χρυσόσκονη, να τις ομορφαίνω κι άλλο.

Δε με άφηνα να ξεχάσω, όσο όμως κι αν προσπαθούσα οι μέρες που έσβηναν στο ημερολόγιο το έκαναν όλο και πιο δύσκολο και την ανάμνησή σου όλο και πιο θολή. Σχεδόν είχα ξεχάσει τα μάτια σου και τη φωνή σου, όσο κι αν με πιέσω, δεν μπορώ να τη θυμηθώ.

Μα ό,τι κι αν πω, δύο είναι οι λέξεις-κλειδιά σε κάθε τέλος: η συνειδητοποίηση κι η απομυθοποίηση. Κι όταν αυτές οι δυο μαγικές ­–μα πάντα ασυνεπείς, γιατί χωρίς πόνο δε θα ‘χε γούστο– κυρίες σου χτυπήσουν την πόρτα, όλα γίνονται ξαφνικά τόσα εύκολα κι απλά.

Η στιγμή εκείνη που συνειδητοποιήσεις πως οι τίτλοι τέλους έπεσαν οριστικά. Η μέρα που ξυπνάς και ξέρεις πως δε θα γυρίσει πια κι έτσι παύεις να ελπίζεις σε επιστροφές. Αυτό ήταν όλο το παιχνίδι, χωρίς παράταση, χωρίς γκολ στις καθυστερήσεις.

Τελείωσε κι όσο κι αν πόνεσε η συναισθηματική σου ήττα, δεν ήρθε δα και το τέλος του κόσμου ούτε κι η ερωτική σου συντέλεια. Όσο κι αν σε έριξε, κατάφερες να ξανασηκωθείς, όσο κι αν σε γκρέμισε, κόλλησες πάλι τα κομμάτια σου, πιο δυνατά αυτή τη φορά.

Κι είναι κι η άλλη υπέροχη στιγμή, της απομυθοποίησης. Κάπως άτσαλη, θα σε χαστουκίσει για να σε ξυπνήσει. Έπειτα από καιρό καταφέρνεις επιτέλους να δεις καθαρά. Δεν είναι πια όλα ιδανικά. Αντιλαμβάνεσαι πως αυτός ο υπέροχος άνθρωπος δεν ήταν και τόσο υπέροχος τελικά μα ακόμα κι αν ήταν, δεν είναι ο μόνος. Και σίγουρα δεν ήταν ο άνθρωπός σου -γιατί αν ήταν, τώρα θα καθόταν δίπλα σου.

Έκλαψα, πόνεσα, άδειασα μπουκάλια και γέμισα τασάκια, άκουσα καψουροτράγουδα που δεν αντέχω και δοκίμασα να σε μισήσω, τίποτα απ’ αυτά δεν έπιασε. Μέχρι που κουράστηκα και σταμάτησα να προσπαθώ να σε ξεπεράσω και κάπως σιωπηλά κι αβίαστα συνέβη από μόνο του.

Έπαψα να φτιάχνω σενάρια επανασύνδεσης, δε σκέφτομαι πια πως θα ‘ρθω μια μέρα να σε βρω και στα σίγουρα δεν περιμένω από σένα να το κάνεις. Στα μεθύσια μου δεν πληκτρολογώ μηχανικά τον αριθμό σου κι όταν τα βρίσκω σκούρα, δε λαχταρώ να χωθώ στην αγκαλιά σου. Δε μας φαντάζομαι ξανά μαζί κι όταν γυρνάω στο παρελθόν μας δεν τα βλέπω όλα ροζ κι ούτε το μέλλον μου χώρια σου σκοτεινό.

Έπαψες από καιρό να είσαι η πρώτη μου σκέψη όταν ξυπνώ, να ψάχνω για ένα σου σημάδι ή να θέλω να μάθω νέα σου. Και τις στιγμές που κάποια αόρατη δύναμη με δοκιμάζει και το σύμπαν θέλει να γελάσει μαζί μου, τις φορές εκείνες που το όνομά σου φιγουράρει στην οθόνη μου, δεν παθαίνω ταχυπαλμία, δε λάμπω από ευτυχία ούτε και παραδίνομαι σε λυγμούς. Λιγάκι ίσως να εκνευρίζομαι με το θράσος σου, αλλά μόνο για λίγο. Σταμάτησες, βλέπεις, να επηρεάζεις την ψυχολογία μου.

Μέχρι κι οι νύχτες που ήταν ο μεγαλύτερος σύμμαχός σου σε πρόδωσαν. Ακόμα και μόνη να με βρουν δε θα με ενοχλήσουν με τη σκέψη σου. Θα βρουν όλους τρόπους να με διασκεδάσουν ή να με μελαγχολήσουν μα εσύ δε θα είσαι πρωταγωνιστής.

Δεν ξέρω αν ο χρόνος έχει στα αλήθεια κάποια μυστική συνταγή, αν είναι η παρουσία που γέμισε το κενό της απουσίας σου, δεν ξέρω πώς ακριβώς ούτε και πότε μα μου πέρασες κι όσο το συνειδητοποιώ, χαμογελώ -είναι στα αλήθεια λυτρωτικό.

Αυτή ήταν η τελευταία μας προβολή, θα κατεβάσω το έργο απ’ τις οθόνες, θα ρίξω κι επίσημα τους τίτλους τέλους, θα κλείσω τις κουρτίνες και πριν την υπόκλιση, θα σου αφιερώσω αυτές τις γραμμές, για ‘κείνο το σενάριο που κάποτε γράψαμε μαζί!

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη