Με θυμάσαι; Πες μου. Έτσι που με πετυχαίνεις πλέον μόνο μέσα από φωτογραφίες -πες τις όπως θες, εικόνες ή αναμνήσεις- λέγε, με θυμάσαι; Θυμάσαι πώς ανατρίχιαζες και μόνο που σε κοιτούσα λες και σου έκανα έρωτα με τα μάτια; Θυμάσαι πόσους εγκεφαλικούς οργασμούς μέτραγες πριν καν ακόμη σε αγγίξω; Θυμάσαι πόσο έντονη οικεία ανοικειότητα επικρατούσε ανάμεσά μας και πόσο φοβόμασταν η μία την άλλη; Όσο πιο πολύ φοβόμασταν τόσο πιο άνετες το παίζαμε. Μόνο που τίποτε δε μένει κρυφό τελικά, ποιον πήγαμε να κοροϊδέψουμε; Οι αύρες μας μάς πρόδιδαν. Η δειλία μας απέναντι στο ασυγκράτητο που είχε πλάσει το μυαλό μας. Η μία για την άλλη ήμασταν ιδέες και καμία μας δεν τόλμησε να μάθει τι ακριβώς κρυβόταν μέσα στα μάτια που τόσο την καθήλωναν με κάθε βλέμμα.

Εσύ με κοίταγες κι ούτε ήξερες τι ήθελες, τι έψαχνες, τι θα άντεχες και τι μπορούσες. Μόνο μια έλξη σε καθοδηγούσε που ταυτόχρονα σε κράταγε μακριά. Εγώ σε κοιτούσα κι ούτε καταλάβαινα τι ένιωθα, τι με τραβούσε γιατί δεν άντεχα χωρίς μα δεν μπορούσα ούτε με εσένα. Στο μυαλό μου σου έκανα τα πάντα και στην πράξη εμποδιζόμουν από το ίδιο το παράδοξο της αμηχανίας μεταξύ εκείνων των ανθρώπων που θέλονται σαν τρελοί μα μπλοκάρει ο ένας τον άλλον από την πολλή λαχτάρα, απ’ την τεράστια ανασφάλεια. Δεν εξηγείται με λόγια. Μόνο όποιος βίωσε το απόλυτο σκάλωμα της υπέρμετρης έλξης μπορεί να νιώσει τι πάει να πει πελάγωμα. Σαν να σου δίνουν κάτι που ποθούσες όσο τίποτε σε όλη σου τη ζωή ξαφνικά κι εσύ δεν πιστεύεις στα μάτια σου και δεν ξέρεις πώς να το διαχειριστείς ή αν θα καταφέρεις να αντεπεξέλθεις.

Για τέτοιο πράγμα μιλάμε. Τέτοια φάση ήταν το μεταξύ μας. Λέγε αν θυμάσαι. Δε σε ρωτάω αν νιώθεις, μην μπερδεύεσαι. Όχι ακόμη τουλάχιστον. Έχεις όμως άραγε κρατήσει τίποτε «δικό μας» μέσα σου; Έστω από εκείνα που δε ζήσαμε ή που ζήσαμε μόνο μέσα στο κεφάλι μας προκειμένου είτε να μην κολλήσουμε τελικά στην πράξη -τι τρομακτικό, δε νομίζεις;- είτε να μη χαλάσουμε η μία την ιδέα της άλλης, που λέγαμε.

Αναμφίβολα ήταν κάτι πολύ παράξενο, λένε όσοι γνώρισαν κάπως καλύτερα το στόρι μας μέσα από γεγονότα που έζησαν μαζί μας ή μέσα από τα λεγόμενά μας. Αλήθεια όμως -αφού το έφερε κι αυτό η κουβέντα ας σε ρωτήσω- σκέφτηκες ποτέ ότι ίσως και να ένιωσες εν τέλει κάτι; Δε σου μιλάω για καύλα. Σκέφτηκες ποτέ πώς θα ήταν αν αφηνόμασταν πραγματικά έστω για ένα βράδυ; Όχι σαν εκείνα τα βιαστικά και προγραμματισμένα δίωρα όπου δεν καταφέραμε ποτέ να βολέψουμε ούτε το ένα χιλιοστό από όσα στ’ αλήθεια φανταζόμασταν. Ένα γαμημένο βράδυ κατάδικό μας, χωρίς παύσεις, χωρίς ρολόγια, χωρίς άγχη, μόνο εσύ, εγώ κι οι αλήθειες μας. Κι ας ήταν αλήθειες ωμές, ας ήταν και συναισθηματικές, λίγο με νοιάζει. Όμως θα ήταν επιτέλους εκτός από εμάς γυμνές κι εκείνες. Χωρίς να ντρέπονται για τον εαυτό τους, για τα ψεγάδια τους ή για τα σκουπίδια τους. Γι’ αυτό σε ρώτησα τελικά κι αυτό μέσα σε όλα: σκέφτηκες ποτέ αν ένιωσες εν τέλει κάτι; Αν όχι σε μένα απάντησε έστω στον εαυτό σου κι ας μην το μάθω ποτέ. Θα μου πεις ποιο το νόημα αν δεν το μάθω. Δεν πειράζει, κάν’ το για σένα. Ας αποδομήσουμε την επιθυμία όπως τη ζήσαμε – ο ορισμός της τόλμης τούτη η αποδόμηση.

Αν σκάσει μύτη στη ζωή σου κάτι παρόμοιο με το δικό μας βρε αδερφέ ίσως να έχεις πάρει πια το μάθημά σου. Και ή να μην το αρχίσεις καν ή να του δώσεις μια αληθινή ευκαιρία ν’ ανασάνει πριν μπει στ’ αζήτητα και τ’ ασυζήτητα. Πριν προσποιοηθούμε ότι δε συνέβη ποτέ. Τέλος πάντων. Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Πάντα βοηθάει να μαθαίνουμε λίγο περισσότερο τον εαυτό μας πριν πάμε παρακάτω.

Κάναμε άπειρα λάθη κι οι δυο. Λόγω βιωμάτων, λόγω χαρακτήρων, λόγω καταστάσεων ή ηλικιών. Τι σημασία έχει να μας δώσουμε άλλο ένα επεξηγηματικό άλλοθι. Σημασία έχει μόνο αν θυμάσαι. Τι κρατάς και τι αφήνεις τώρα που κι οι δυο προχωρήσαμε κι όλα φαντάζουν πλέον τετελεσμένες καταστάσεις. Ας το δούμε σαν ένα πείραμα, σαν μια μελέτη για τις ανθρώπινες υποστάσεις για εκείνες τις αψυχολόγητες ψυχολογίες. Κι αν δε συμμερίζεσαι τίποτα απ’ αυτά, πες το και βίτσιο. Γι’ αυτό ας μας αποδομήσουμε επιτέλους. Για λέγε, θυμάσαι;

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά