Εσύ κι εγώ. Αυτό ήταν κι αυτό θα είναι πάντα. Εσύ κι εγώ να φτιαχνόμαστε με βραδιές κι ηλιοβασιλέματα. Με κλεφτά φιλιά που στη φαντασία μας κατασπάραζαν τους άλλους μας εαυτούς. Ξέρεις, στην άλλη εκείνη διάσταση όπου τολμήσαμε τα πάντα όπως ακριβώς τα θέλαμε.

Να φτιαχνόμαστε με μισόλογα που μύριζαν μπαρούτι, με ανάσες κοφτές κι απελπισμένες, με αγγίγματα βιαστικά, ανολοκλήρωτα, με χάδια ανέσωτα ή αγχωμένα, με αναμονές που ποτέ δεν έγιναν τόλμες, με βλέμματα που καθρέφτιζαν στις κόρες των ματιών μας όσες λαχτάρες δεν παραδεχτήκαμε στο έπακρο ποτέ. Φτιαχνόμασταν με όλα αυτά, το θυμάσαι; Μα πιο πολύ φτιαχνόμασταν με την ιδέα των δυο μας που δεν πήρε ποτέ σάρκα κι οστά.

Ήταν εκείνη η ατμόσφαιρα, εκείνη η εικόνα με εμάς πιο ψηλά απ’ όλους κι από όλα. Καθόμασταν σε κάθε μας ραντεβού στο ίδιο σημείο, πρωταγωνιστές σε ένα πλάνο που δεν έγινε ποτέ ταινία. Παρέμεινε η πιο νοσταλγική κι αντιπροσωπευτική φωτογραφία που θα μπορούσε να τραβήξει ποτέ κανείς τον απωθημένο έρωτα. Μόνο που δεν τραβήχτηκε παρά μόνο στη μνήμη μας τελικά. Γιατί κανένας δεν μπορεί ν’ αποτυπώσει τον έρωτα ακριβώς όπως είναι, ούτε καν η στιγμή της γέννησής του.

Στεκόμασταν πάνω απ’ όλους κι απ’ όλα, που λες, θαρρείς κι ήμασταν στο απυρόβλητο του κόσμου κι ενώ οι ζωές μας ήταν ένα μπάχαλο όταν ήμασταν μαζί, εκεί, δεν μπορούσε κανείς να μας αγγίξει. Μύριζε η νύχτα έρωτα κι απόγνωση, έκανε κρύο, αλλά τα σωθικά μας καίγονταν, βράζαμε από όσα δεν ξέραμε αν θα μπορέσουμε ποτέ να μοιραστούμε. Και ποιος, στ’ αλήθεια, θα πίστευε ότι κάτι θα κρατούσε ανάμεσά μας περισσότερο απ’ όσο κράτησε μέσα μας; Ούτε καν εμείς οι ίδιες. Ίσως επειδή αυτό που μοιραστήκαμε ήταν περισσότερο σύμβολο του έρωτα και δε θα γινόταν ένα σύμβολο να πεθάνει στον βωμό της πραγματικότητας με τον καιρό. Με πιάνεις;

Έρωτας ήταν, τώρα πια μπορώ να το πω, μα ήταν ο ίδιος, αυτοπροσώπως, γι’ αυτό κατάφερε να τρομάξει μέχρι και τον εαυτό του με το που τόλμησε να σκάσει μύτη στα ανθρώπινα. Έχει πολλά πρόσωπα βλέπεις και το αληθινό του δεν το παραδέχεται πάντα εύκολα. Μας θόλωσε, μας έπνιξε, μας μπέρδεψε, μας καύλωσε, μας τρέλανε, μας αποπροσανατόλισε, μας έκανε να θέλουμε χωρίς να ξέρουμε τι θέλουμε και γιατί το θέλουμε. Μας μαστούρωσε με την πρώτη τζούρα φιλιού που μας κατέκλυσε καθώς τα «όχι» μας έγιναν «ναι» από μόνα τους ξεπερνώντας μας ή δικαιώνοντάς μας. Μας μαστούρωσε με την τελευταία τζούρα καλοκαιριού λίγο πριν η μοίρα γίνει ευχή και κατάρα μας.

Οι ατμόσφαιρες, τα χρώματα του ουρανού καθώς ο ήλιος έρχεται και φεύγει όπως οι έρωτες στον πληθυντικό, τα φώτα της πόλης καθώς πέφτει η νύχτα και μυρίζει νταλκαδιασμένο τσιγάρο ο αέρας, οι λέξεις που ξεφεύγουν γρηγορότερα κι απ’ την ταχύτητα των σκέψεών μας θέλοντας να εκθέσουν τις καταπιεσμένες επιθυμίες μας, τα γραπτά υπονοούμενα που παίζουν με το μυαλό και την υπομονή μας, οι ματιές που εκθέτουν πόθους και συναισθήματα. Αυτά ήταν τα ναρκωτικά που μοιραζόμασταν, αυτά μας έφτιαχναν, αυτά μας κατέστρεψαν, αυτά θα μας περάσουν στην αιωνιότητα μέσα απ’ τις σπίθες των αναμνήσεων ακόμη κι όταν θα πιστεύουμε ακράδαντα πως η φωτιά μας έχει σβήσει.

Μπορεί να μην είσαι πια εσύ, μπορεί να μην είμαι εγώ πια κι οι δυο μαζί όμως είμαστε και θα είμαστε για πάντα μια ιδέα. Μια ιδέα που σαν αφηρημένη έννοια δε θα μπορέσει να περιγράψει ποτέ καμιά μας με λέξεις, ένα ατμοσφαιρικό σύμβολο γεμάτο νοητά αρώματα. Μυρωδιές σαν αυτές που λένε πως εκπέμπουν οι ερωτευμένοι ο ένας στον άλλον.

Ένα σύμβολο γεμάτο από βραδιές καλοκαιριού και χτυποκάρδια δυνάμει ερωτευμένων που δε θέλουν να παραδεχτούν πως έχουν ήδη ερωτευτεί. Ένα σύμβολο απελπισμένης καψούρας μεταξύ δυο ανθρώπων που δε θέλησαν να χάσουν τελικά τη μαγεία των πολλών ερώτων στον βωμό του ενός.

Εσύ κι εγώ φτιαχτήκαμε για να φτιάχνουμε και να χαλάμε η μία την άλλη σε μονοδόσεις γιατί το «μαζί» θα μας σκότωνε όπως η υπερβολική δόση έναν εθισμένο.

Εσύ κι εγώ για μια ακόμη φορά, έλα όπως τότε.

Συντάκτης: Έλλη Πράντζου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη