Λένε πως κάθε τέλος ισοδυναμεί με μια καινούργια αρχή. Στη δική μας περίπτωση, όμως, η ίδια η αρχή ήταν αυτή που ισοδυναμούσε μ’ ένα τέλος. Ισοδυναμούσε με το δικό μας φινάλε, που ξέραμε πως αργά ή γρήγορα, θα μας προφτάσει.

Παρ’ όλα αυτά, δεν απογοητεύομαι. Ο χρόνος αλλάζει πολλά, δεν μπορεί όμως να σβήσει τίποτα, συμπεριλαμβανομένων των όσων ζήσαμε, εγώ κι εσύ, μαζί. Εξάλλου, τίποτα δεν κρατάει για πάντα∙ έτσι δεν είναι, μωρό μου; Όλα κάποτε τελειώνουν, είτε η διάρκειά τους είναι μακροπρόθεσμη είτε βραχυπρόθεσμη.

Πάντα πίστευα πως το φινάλε είναι αυτό που καταφέρνει να αφήσει την πιο αξέχαστη εντύπωση. Ή θα σε απογοητεύσει ή θα σε εκπλήξει. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, είναι αναπόφευκτο. Έτσι ήταν και το δικό μας. Άπειρες ήταν οι φορές που σημάναμε το τέλος χωρίς να το εννοούμε κι αυτό αποδείχτηκε απ’ τα συχνά πισωγυρίσματα, που κάναμε κι οι δυο μας. Ίσως ποτέ τελικά να μη μας άρεσε η ιδέα του τέλους. Ή ίσως, απλά να αφήναμε τους εαυτούς μας να πνίγονται μέσα στον ίδιο τους τον εγωισμό και σε μια συνεχή άρνηση.

Το ξανά και ξανά, όμως, κάποτε σταματάει. Έρχεται η στιγμή που αναγκάζεσαι να κόψεις την κάθε επαφή, για το δικό σου καλό. Αυτό, λοιπόν, αναγκάστηκα να κάνω κι εγώ. Όσο κι αν ώρες-ώρες συνεχίζω να σ’ αναζητώ, έπρεπε να βγάλω απ’ τη μέση τη μετριότητα, πριν με βγάλει αυτή. Έπρεπε να επιλέξω το τέλος, να εστιάσω μόνο σε όσα είναι για το καλό μου, δε θα άλλαζε κάτι όσο κι αν περίμενα.

Αποφάσισα επιτέλους να δώσω στον εαυτό μου την ευκαιρία που του αξίζει και τότε συνειδητοποίησα πως, ναι, πραγματικά έχω αλλάξει, με μία διαφορά: Αυτή τη φορά, η συγκεκριμένη αλλαγή, ήταν προς το καλύτερο. Γι’ αυτό, λοιπόν, κάπου εδώ, μ’ αυτό το τέλος δίνω στον εαυτό μου τη ξεχωριστή ευκαιρία για το νέο ξεκίνημα που πάντα ήξερα πως άξιζε, χωρίς όμως να τολμώ να το παραδεχτώ. Μέχρι τώρα.

Μέχρι τη στιγμή που ενώ τα λάθη συνέχισαν να αυξάνονται, οι συγγνώμες κι οι πράξεις που τις απεδείκνυαν σταμάτησαν. Μέχρι τη στιγμή, που κατέληξες να είσαι όλα όσα ευχόμουν να μη μου τύχουν ποτέ κι όλα όσα εσύ είχες υποσχεθεί στον ίδιο σου τον εαυτό πως δε θα γινόσουν ποτέ.

Στην αρχή, ένιωθα ένοχη. Για ένα διάστημα πίστευα πως ανάμεσά μας αυτή που άλλαξε ήμουν εγώ, γι’ αυτό και τίποτα δε με άγγιζε πλέον όπως παλιά. Προσπαθούσα να αποφύγω εκείνο το μίζερο συναίσθημα της απογοήτευσης, με κάθε δυνατό τρόπο. Εσύ, όμως, δε βοηθούσες μ’ αυτό. Παρά μόνο συνέχιζες να το κάνεις χειρότερο.

Έτσι τελικά αποφάσισα πως θα σταματούσα να το αφήνω να με πνίγει. Πως θα σταματούσα να σε αφήνω να με πνίγεις. Σε έζησα, μα ήρθε η ώρα να σ’ αφήσω πίσω μου. Ήρθε η ώρα, ν’ αφήσω το μυαλό μου να ηρεμήσει και να σταματήσω να το βασανίζω με τόσες χιλιάδες σκέψεις.

Δε μετανιώνω για τίποτα. Όπως δε μετανιώνω και για το φινάλε μας. Θα βρω αυτό που θα με γεμίσει. Συναισθηματική ολοκλήρωση. Το ίδιο ελπίζω να βρεις κι εσύ. Αφού, λοιπόν, έδωσα επιτέλους το τέλος που μας αρμόζει, ήρθε η ώρα να μ’ αφήσεις να φύγω, για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο του να βασανίσουμε ο ένας τον άλλο ξανά.

Ήρθε η ώρα να αγκαλιάσουμε την απρόβλεπτη ανακούφιση που μας προσφέρει το τέλος αυτό, χωρίς να κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάκτυλό μας. Κάπου εδώ, τελειώσαμε. Κάπου εδώ, φτάσαμε στο οριστικό μας φινάλε, μωρό μου. Καλή μας «ανάρρωση», λοιπόν.

Συντάκτης: Ευαγγελία Νικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη