«Θα δούμε». Δυο λέξεις, τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Δυο απλές, ασήμαντες κατά τα φαινόμενα λέξεις, που όμως μπορούν να σου προκαλέσουν νευρικό κλονισμό στο άκουσμά τους. Κι αυτό γιατί είναι ύπουλες.

Είναι ύπουλο το «θα δούμε» γιατί κρύβει ένα όμορφα και διπλωματικά διατυπωμένο «όχι».  Σαν να λέμε, λες όχι, χωρίς να λες κιόλας. Κι αυτή η φράση, έχει ρίζες βαθιά στο υποσυνείδητο, φέρει βαριά ιστορία κι αρχίζει απ’ τα παιδικά σου χρόνια. Εκείνη την περίοδο της ζωής σου που ζητούσες κάτι παράλογο, κατά την άποψη της μάνας σου, οπότε αντί να σου πει όχι με τη μία και να υποστεί την γκρίνια σου, σου πετούσε ένα «θα δούμε». Το οποίο ήξερε βέβαια να το στολίσει έτσι ώστε να σου δώσει ελπίδα πως έχεις πιθανότητες να περάσει το δικό σου. Αλλά η μάνα σου, ας μη γελιόμαστε, ξέρει πολύ καλά τι κάνει.

Τι κάνει λοιπόν; Ποντάρει στον δικό σου εφησυχασμό, ξέρει ότι σε έχει ηρεμήσει οπότε χαλαρώνεις κι εσύ με τη σειρά σου, νιώθοντας ήδη νικητής. Αλλά κούνια που σε κούναγε, γλυκέ μου. Γιατί κι εσύ κι εγώ κι όλοι ξέρουμε πια, μετά από χρόνια που τρώγαμε τη φόλα, πως  το «θα δούμε» δε γίνεται «ναι» που να χτυπιέσαι. Απλά δεν πονάει τόσο, γιατί έχεις την ψευδαίσθηση πως έφτασες πολύ κοντά στο να αλλάξεις τη γνώμη του άλλου. Καημένε, κι εσύ κι εγώ που το έχω πάθει ουκ ολίγες φορές στη ζωή μου.

Κάπως έτσι κυλάει το πράγμα και περνάει το «θα δούμε» απ’ τη μάνα σου και τον πατέρα σου σε σένα και τις δικές σου σχέσεις. Πηγαίνεις μετά και το λες στον γνωστό σου, που νομίζει πως είναι φίλος σου και κανονίζει ο γλυκούλης να πάτε για καφέ. «Θα δούμε» του λες, μαζί με ένα «θα το κανονίσουμε» και τη βγάζεις λάδι, άφαντος και καθαρός. Μετά το λες και στο γκομενάκι που θέλει, αλλά εσύ βαριέσαι και λίγο ή πολύ απλά δεν ψήνεσαι και τόσο. Όχι όμως και καθόλου, έτσι ώστε να του ρίξεις την πίτα. Του λες λοιπόν ένα «θα δούμε» κι έχεις εσύ την καβάτζα σου διπλωματικά κι όμορφα, έχει κι αυτός μια ελπίδα πως θα σε κερδίσει κάποια στιγμή που θα είστε στην ίδια φάση. Ποτέ, κανένας, πουθενά.

Μα το «θα δούμε» δεν είναι έντιμο, είναι βρόμικο κι ελαφρώς υποτιμητικό. Γιατί αν ήσουν μάγκας, κι εσύ κι εγώ κι η μάνα μου, θα λέγαμε «δεν ξέρω». Ή καλύτερα «δεν έχω ιδέα». Γιατί πολύ απλά, δεν ξέρεις εκείνη τη στιγμή και απλά δε θέλεις να φανείς παθητικός κι αναποφάσιστος. Αν πάλι είσαι στο «όχι» και πεις θα δούμε, είσαι απλά ψεύτης, που παίζει να είναι και χειρότερο γιατί τον κοροϊδεύεις τον άλλον μέσα στα μούτρα του. Τον παίζεις γιατί ξέρεις ότι σε έχει ψηλά, γιατί σε υπολογίζει και περιμένει την απόφασή σου. Μέχρι εκεί πας.

Είναι όμορφο και δύσκολο ταυτόχρονα, να είμαστε οι άνθρωποι ξεκάθαροι με αυτά που θέλουμε. Να λέμε «ναι» και «όχι», να λέμε «δεν ξέρω» γιατί όντως δεν έχουμε ιδέα κάποιες φορές, να αφηνόμαστε στη φύση μας που είναι αναποφάσιστη και πολλές φορές κομπλεξική γιατί δεν είμαστε Θεοί, ενώ πολύ συχνά το παίζουμε. Κρίμα δεν είναι να μην απολαμβάνουμε αυτό που είμαστε; Λες να μπορεί να αλλάξει αυτό κάποια στιγμή;  Δεν ξέρω, θα δούμε.

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη