Τι να πω κι εγώ η δόλια για τον έρωτα; Σάμπως δεν τον έχουν υπεραναλύσει γενιές και γενιές; Δεν έχουμε με τι να ασχοληθούμε, άιντε ας καψουρευτούμε λίγο μπας και σταυρώσουμε καμιά αράδα. Μιλήσανε για πεταλούδες που κόβουν βόλτες σε στομάχια, έλλειψη ύπνου, ματιές όλο νόημα και πάει λέγοντας. Τόσο που το αναλύσανε και το πραγματεύτηκαν σχεδόν τον σιχαθήκαμε τον καψερό. Το μισήσαμε που μας καθιστά ευάλωτους μπρος στο υπέρτατο μεγαλείο του. Ας μην κρυβόμαστε άλλο, δεν έχει νόημα. Όσο δυνατούς μας κάνει, άλλο τόσο μπορεί να μας δώσει μια και να μας στείλει από εκεί που ήρθαμε. Τόσο εύκολα, τόσο απλά.

Όσο με ρωτάνε περί έρωτος, τόσο χωλαίνω να δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση, άξια λόγου για μια συζήτηση εποικοδομητική, γνήσια και αυθεντική. Αρκούμαι σε μια σιωπή που μαρτυρά ίσως μια έλλειψη γνώσεων, εμπειριών και άστα να πάνε. Στη μούγκα τη βγάζω και μένουν οι άλλοι να εξηγούν τα ανεξήγητα. Μιλούν για συναίσθημα, λένε για έξαψη και πόθο. Κάθομαι και τους κοιτώ να μοιράζονται όλα εκείνα που τους έκαναν ένα με τον εαυτό τους και το παραδίδουν άνευ αντιτίμου, τζάμπα. Πώς μπορούν;

Πώς γίνεται να μοιράζεσαι κάτι τόσο προσωπικό; Όχι πως είναι σφάλμα να εναποθέτεις κομμάτια σου σε δημόσιο χώρο, μα ο έρωτας είναι άλλη ιστορία. Είναι μια αφήγηση που δε χωράει εκείνες τις κοινότυπες εκφράσεις, εκείνα τα κλισέ και τα τετριμμένα. Αυτά παλιώσανε και πλέον δεν καλύπτουν ούτε στο ελάχιστον το εύρος του. Τι κι αν στερέψαμε από μέσα έκφρασης, η συζήτηση δε σταματά ποτέ. Αντιθέτως, όσο πάει και μεγαλώνει. «Άκου να δεις», λέει, «πως χτυπούσε η καρδιά μου, έσπαγε λίγο-λίγο κι έπειτα διαλυόταν».

Τι να πεις τώρα για δαύτους τους ξεροκέφαλους; Ό,τι και να τους πεις, αυτοί εκεί, θα συνεχίσουν το κομμάτι τους. Θέλουν να τα πουν, θέλουν να μιλήσουν, να φύγει από μέσα τους. Και αν αυτό τους καλύπτει, εμένα κανένας λόγος δε μου πέφτει. Ας κάνουν όπως γουστάρουν κι αγαπούν, ας θίξουν τον έρωτα στο μεδούλι του κι ας μείνουν μετά να κοιτιούνται λες και έβγαλε κανείς άκρη. Ούτε που ξέρουν τι είπαν, ούτε που κατάλαβαν τι άκουσαν. Αυτό που ξέρω εγώ είναι πως την μεγάλη την καψούρα, δε θα την παραδεχτείς ποτέ. Ούτε τον μεγάλο έρωτα.

Ακόμα κι αν διατυμπανίζω πως δεν πιστεύω στους έρωτες τους μεγάλους και τους τραγικούς, ξέρω να αναγνωρίζω πότε ένα χλιαρό ρομάντζο γίνεται ικανό να σε πάρει και να σε σηκώσει. Δεν το βαφτίζω μεγάλο έρωτα και δεν αυτοβαφτίζομαι κάργα ερωτευμένη. Παραήταν ουτοπικό για τα δικά μου γούστα τα γήινα. Κατά το κοινώς λεγόμενον, δε σκάμπαζα ποτέ από θλιβερές ιστορίες που ακούγονται απ’ άκρη σ’ άκρη. Σκάμπαζα μονάχα από πάθη προσωπικά, που κρύβονταν καλά και δε μας έκαναν τη χάρη να ξεμυτίσουν. Εκείνα ναι, τα παραδεχόμουν και τα θαύμαζα. Εξ αποστάσεως μεν, αλλά τα θαύμαζα.

Μου άρεσε πάντα που είχαν τον τρόπο τους να προδίδουν μια έξαψη, τη στιγμή που όλοι οι υπόλοιποι έλιωναν με τα παθιάρικα φιλιά που γέμιζαν τις οθόνες. Και σκάλωναν και κολλούσαν και τα μούτρα τους δεν έλεγαν να γυρίσουν προς κάτι περισσότερο απτό. Όχι, εκεί αυτοί να πιστεύουν στον έρωτα τον κοινό, το δημόσιο, τον τετριμμένο. Οι καψούρες οι κρυφές, εκείνες που αρνείσαι να ομολογήσεις στην ίδια σου την αντανάκλαση, έχουν ίσως κάτι παραπάνω να σου εκμυστηρευτούν από τους διαδεδομένους συναισθηματισμούς. Έχουν κάτι αληθινό και γνήσιο, είναι αυθεντικοί και μόνοι.

Ίσως αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που κάθε τι πρωτόγνωρο το κρατούσα αποκλειστικά για την πάρτη μου και δεν το έβγαζα πρώτη μούρη να το δει ο κόσμος. Άπαξ και το αγγίξει η μικρότητα του κόσμου, θα γίνει αυτομάτως κάτι που λίγο αξίζει να το συζητήσεις. Το κρατούσα λοιπόν, για μένα και το απολάμβανα κάτι ώρες κρυφές, μακριά από όλους. Το γευόμουν γουλιά-γουλιά σαν εκείνα τα καλά και ακριβά κρασιά που δεν τα βγάζεις όποτε να ‘ναι, παρά μόνο στις χαρές και τα πανηγύρια. Γιατί στα κομμάτια να πιουν από το καλό μου το κρασί; Γιατί να γευτούν τη γεύση του από τη στιγμή που δεν έχουν την κρίση να το εκτιμήσουν; Μονάχη με το οινόπνευμα την έβρισκα περισσότερο. Κι ας μη το ήξερε ο κάθε πικραμένος.

Και σε περίπτωση που έκανα το κουράγιο να μοιραστώ το φορτίο και λάμβανα την κριτική και τα πορίσματα των ξένων, έκοβα τη συζήτηση εκεί. Αρνήθηκα πεισματικά να φαρμακώσουν την όποια χαρά διατηρούσα. Τη γείωναν, την έκαναν ίση με εκείνα τα ανάξια λόγου παιδιαρίσματα και ερωτοτροπίες. Γίνονται ψυχολόγοι, σύμβουλου και κολοκύθια τούμπανα. «Δεν πρέπει», «Δεν είναι σωστό», όλο δεν και μη. Λες και ξέρουν, λες και θα μάθουν ποτέ. Άστους να επαναλαμβάνουν όσα ακούν στις ταινίες και τα μεσημεριανάδικα κι αν ποτέ βγάλουν άκρη, εμένα γράψε μου, πες το μου να ξεσπάσω σε τρανταχτά γέλια. Τον έρωτα τον κρυφό, τον προσωπικό τον ευχαριστιόμουν, το χαιρόμουν, του έδινα τη μορφή που γούσταρα εγώ και όχι το καλούπι των υπολοίπων.

Έφερνα στο νου μου εκείνο το ένα φιλί, εκείνη τη μισή αγκαλιά και τα λιγοστά λόγια που ανταλλάξαμε. Τα έπαιρνα όλα και τα έκανα μέσα στο κεφάλι μου μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Κι αν έπρεπε να χαζέψω ντε και καλά με μια ιστορία έρωτα και πάθους, προτιμούσα να το κάνω με εκείνη την ιδιωτική προβολή, να αράξω χωρίς πολλά-πολλά και να παρακολουθήσω. Έτσι τον ήθελα εγώ τον έρωτα. Μοναχικό, προσωπικό και δικό μου.

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή