Με το πέρας της τελευταίας ημέρας του Αυγούστου, όταν πια ο χρόνος έχει πάψει να μετράει αντίστροφα κι η εναρκτήρια τελετή της νέας σεζόν έχει πια ξεκινήσει, οι αντιδράσεις ποικίλλουν. Μία από ‘δω, μία από ‘κει, άλλη μια χρονιά, φάγαμε με το κουτάλι κάθε μέρα που χαρίστηκε στα θέλγητρα του καλοκαιρινού ήλιου και της Αυγουστιάτικης σελήνης. Νοτίσαμε στα θερινά μελτέμια και γευτήκαμε κάθε σταγόνα αλμύρας που άντεχε ο οργανισμός μας.

«Όλα τα πήρε το καλοκαίρι, τα άγρια μαλλιά σου στην τρικυμία». Θαρρείς και κάθε τρικυμία το καλοκαίρι φαντάζει ομορφότερη κι απ’ το ήμερο νερό που χρωματίζεται απ’ τη χαραυγή. Ένας Θεός ξέρει πια, πόσο όμορφα στολίστηκε και μας κάνει να το περιμένουμε, να το λαχταράμε, να αδημονούμε για τον ερχομό του. Έτσι όπως μας κάνει να αγνοούμε κάθε πτώση της ολοένα και πιο χειμερινής θερμοκρασίας ή την άθλια μέρα στη δουλειά και την παντελώς άσκοπη κακοκαιρία, άλλο τόσο μας συνεπαίρνει και μας ταξιδεύει όταν φτάνει, θαρρείς κι ορκίστηκε να μας αποζημιώσει για το εννιάμηνο της απουσίας του.

«Όλα τα πήρε το καλοκαίρι, όλα τα πήρε τα πήγε πέρα, τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα». Κάτι μήνες καλοκαιρινούς, ακούγονται, λέει, οι ωραιότεροι όρκοι, οι ομορφότερες υποσχέσεις. Κάτι τάματα που υπόσχονται να επιστρέψεις στα ίδια μέρη, να συναντήσουν τους ίδιους ανθρώπους. Με φίλους, συγγενείς κι έρωτες δώσαμε τα χέρια κι είπαμε πως τέτοια μέρα και τέτοια ώρα σε ένα χρόνο από σήμερα θα ξαναβρεθούμε εκεί που αποχαιρετηθήκαμε.

Με δυο βότσαλα στις αποσκευές, λιγοστή άμμο στα παπούτσια μας και την καρδιά μας γεμάτη από κάθε λογής ομορφιές, επιτρέψαμε στο καλοκαίρι να πάρει μαζί τους αυτούς τους όρκους, να προνοήσει να τηρήσουμε τις υποσχέσεις μας. Έτρεμαν, λοιπόν, τούτοι οι όρκοι, περίμεναν κι αυτοί να εκπληρωθούν, έπαιρναν σάρκα κι οστά χαρίζοντάς μας πνοή κατά τη διάρκεια του χειμώνα, φώτιζαν με τη λιακάδα τους τις βροχερές ημέρες κι υπόσχοντας με τη σειρά τους να επιστρέψουν.

Άλλωστε, ακόμα κι αν θεωρείσαι απ’ τους ανθρώπους που δεν πολυγουστάρουν το καλοκαίρι -ναι, από εκείνους τους απροσάρμοστους και παράξενους τύπους- κάθε χρονιά δεν παύει να σε εκπλήσσει ευχάριστα. Έχεις γκρινιάξει κι αν έχεις γκρινιάξει για καλοκαίρια, για διακοπές, για έλλειψη δημιουργικότητας και γνήσιας καλοπέρασης. Μα κοίτα να δεις που κάθε χρόνο, κάθε τέτοια εποχή που καραδοκείς να πατήσεις επάνω στα σανίδια της ολόφρεσκης σεζόν και να την αρπάξεις απ’ τα μαλλιά, να σου που ξεπηδάνε θάλασσες κι ακτές, ήλιος και δροσερά αεράκια, νησιά κι επαρχιώτικες νύχτες. Κάτι τέτοια ίσως είναι που δίνουν ανάσα σε κάθε χειμερινό βήμα, σε κάθε -υπό πρόγραμμα κι υποχρεώσεις- εξόρμηση.

Έξαλλου, δεν είναι τυχαίο που οι καλύτερες ιστορίες που έχουμε να διηγηθούμε ή που διηγηθήκαμε μέχρι στιγμής είχαν για έναρξη «Εκείνο το καλοκαίρι». Προσωπικά αν με ρωτάτε, δείχνω εμπιστοσύνη σε όποιον ξεκινάει τη φράση του κατ’ αυτόν τον τρόπο, όσο κλισέ και κοινότυπη κι αν ακούγεται. Τα καλοκαίρια τα θυμάσαι ολόκληρα, τους χειμώνες λειψούς. Να και κάτι που δε θα πάψει ουδέποτε να μας εκπλήσσει.

Τα καλοκαίρια μας, λοιπόν, κάθε μικρή ή μεγάλη τους στιγμή, κάθε δυσάρεστη ή ευχάριστη πτυχή τους είναι αυτή η ανάσα δροσιάς, ανεμελιάς κι απέραντης ελευθερίας που μας συνοδεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου. Τι κι αν τα πήρε όλα μαζί του, κι αν μετέτρεψε σε αύρα καθετί που είπαμε, σκεφτήκαμε ή τραγουδήσαμε, επιφυλάσσεται να επιστρέψει υπενθυμίζοντας ή ανανεώνοντας καλοκαιρινά ραντεβού.

Συντάκτης: Αλίκη Αμπατζή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη