Είμαι λάτρης του χειμώνα. Μπορώ εύκολα να παραδεχτώ πως ο χειμώνας γλεντάει άνετα όλες τις υπόλοιπες εποχές. Τις έχει, έτσι, για την πλάκα του. Γιατί, πολύ απλά, τον χειμώνα έχεις τόσες διαφορετικές επιλογές που μπορείς να εκπληρώσεις, χωρίς να σε νοιάζει ούτε αν θα φτερνίζεσαι ανά δύο δευτερόλεπτα γιατί η γύρη αποφάσισε να βγει παγανιά ούτε θα εύχεσαι όπου πας να έχει κι από ένα air-condition. Θα αράξεις σπίτι σου, με το ζεστό σου καφεδάκι, μαζί με φίλους. Θα κοιμηθείς σαν άνθρωπος –επιτέλους, γιατί το καλοκαίρι μας έχει τσακίσει– κάτω απ’ τα σκεπάσματα, θα κάνεις τη φωλίτσα σου, σαν κάποιος που ξέρει να κοιμάται σωστά.

Γιατί τον χειμώνα, φίλτατε, άμα κρυώνεις βάζεις ένα μπουφανάκι, ένα πουλόβερ, κάτι, τέλος πάντων. Το καλοκαίρι, δεν πα’ να ζεσταίνεσαι και να χορεύεις γύρω από ανεμιστήρες. Θα βγάλεις την μπλούζα, το σορτσάκι, το δέρμα σου, όμως, δεν μπορείς να το βγάλεις -αν και το θέλεις απεγνωσμένα.

Την άνοιξη, πού να πας έξω; Τους βλέπεις όλους, με κόκκινες μύτες, δακρυσμένα μάτια, να είναι όλη την ώρα με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι, λες και βλέπουμε τον Τιτανικό σε επανάληψη. Κι εκεί, τη μία κρυώνεις, την άλλη ζεσταίνεσαι. Γιατί βλέπεις τον καιρό το πρωί και λες «μάγκας είμαι, θα βγω με το κοντομάνικο» και το βράδυ ντύνεσαι σαν Εσκιμώος.

Και τελευταίο, το φθινόπωρο. Εντάξει, προμηνύει τον χειμώνα, αλλά και πάλι τι να το κάνεις; Βρέχει όλη την ώρα, δεν μπορείς να πας πουθενά. Λες «μπήκε το κρύο, ας ντυθώ καλύτερα» και στο τέλος καταλήγεις να συνδυάζεις βερμούδα με φούτερ.

Οπότε γι’ αυτό σας λέω. Χειμώνας και πάλι χειμώνας. Βέβαια, για του λόγου το αληθές, τον χειμώνα, εμείς οι ευαίσθητοι κι επιρρεπείς στο κρύωμα δίνουμε ρέστα. Γιατί θα βγάλει λίγο παραπάνω το κρύο, εσύ κλασικά θα ‘χεις ξεχάσει να πάρεις κασκόλ –γιατί, ποιος το θυμάται;– και να το κρύωμα.

Είμαστε μια ξεχωριστή κατηγορία. Τη μια εβδομάδα μπορεί να μας βλέπεις να παρτάρουμε χωρίς σταματημό, δείχνοντας υγιέστατοι, ξενυχτώντας και πίνοντας και την άλλη εβδομάδα, θα βρισκόμαστε τάβλα στο κρεβάτι με πυρετό, κοιλιακούς απ’ το βήχα και συνάχι ενώ έχουμε χαλάσει τη μισή περιουσία μας σε φάρμακα και σε ρολά χαρτί. Κι όχι ό,τι και ό,τι, στα απαλά χαρτιά, γιατί μετά η μύτη θα κοκκινίσει κι άντε να τρέχεις και για κρέμες.

Γιατί εμείς όσες βιταμίνες και να πάρουμε, όσα εμβόλια και να κάναμε μικροί, πάντα, ρε φίλε, ένα κρύωμα τον μήνα θα το περάσουμε σίγουρα. Γιατί τη μία μπορεί να βγήκες με ελάχιστα νωπό μαλλί, την άλλη μπορεί να ξέχασες να βάλεις μια παραπάνω μπλούζα, μπορεί να έκανες πολλά τσιγάρα το προηγούμενο βράδυ και να ήπιες πολλά παγωμένα ποτά. Δεν είναι δα και τίποτα δύσκολο. Ένα τσακ θέλουμε και το βηχαλάκι κάνει την εμφάνισή του.

Βέβαια, για να μη γελιόμαστε, αυτό έχει και τα καλά του. Γιατί οι φυσιολογικοί φίλοι σου, που αρρωσταίνουν μία φορά το εξάμηνο, μη σου πω, έρχονται σε σένα, για να πάρουν συμβουλές. Ο ένας θα σε ρωτήσει για φάρμακα, ο άλλος για βότανα, ο άλλος για γιατροσόφια. Διατριβή ολόκληρη έχουμε κάνει σε αντιπυρετικά κι αντιβιώσεις. Είναι γνωστό πως αν έχεις ένα αρρωστιάρη φίλο στην παρέα σου, σ’ αυτόν θα απευθυνθείς. Είναι ένας απ’ τους σιωπηλούς ήρωες.

Η αλήθεια είναι πως δεν παλευόμαστε. Μπορεί να αρπάζουμε κρύωμα κάθε τριάντα μέρες, αλλά κάθε φορά κάνουμε σαν να ΄ναι η πρώτη -κι η τελευταία μας, γιατί θα πεθάνουμε, το ξέρουμε κι ας μη μας το λέτε. Αλήθεια λέω, όταν είμαι άρρωστη ούτε εγώ δε με αντέχω. Η γκρίνια που παράγουμε είναι πολύ περισσότερη κι απ’ το χαρτί που χρησιμοποιούμε. Κάνουμε σαν μικρά παιδιά και θέλουμε να μας φροντίζουν διαρκώς. Α, ρε μάνα, πού είσαι να μου κάνεις μια σουπίτσα.

Για να μη πω για την κατάσταση του σπιτιού, καλύτερα. Ενώ εμείς χρειαζόμαστε εγχείρηση για να βγάλουμε τις πιτζάμες από πάνω μας, στο σπίτι επικρατεί ένας χαμός. Πιάτα στον νεροχύτη, άπλυτα ρούχα, χαρτιά και χάπια σκορπισμένα σε όλες τις άκρες του. Μια ομορφιά. Γιατί με τι δύναμη θα μαζέψεις το σπίτι, ενώ δεν μπορείς καν να σηκωθείς;

Τι ντυνόμαστε καλά, τι προσέχουμε να μην κολλήσουμε, τι πλένουμε τα χέρια μας πέντε φορές τη μέρα κι αερίζουμε το σπίτι μας άλλες τόσες, εμάς το κακό θα μας βρει. Οπότε το έχουμε συνηθίσει. Ε, τουλάχιστον όταν είμαστε άρρωστοι, μας βλέπει και λίγο το σπίτι, γιατί αλλιώς δε θα βάζαμε κώλο κάτω.

 

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη