Μήπως δε φταίω εγώ;  Μήπως το να με κατηγορώ δεν είναι εν τέλει και τόσο ορθό; Μου πήρε αρκετό καιρό μπορώ να πω, αλλά κατέληξα στο ότι κανένας δε με κάνει πιο χαρούμενο και πιο στεναχωρημένο από τον ίδιο μου τον εαυτό. Κι αυτό γίνεται γιατί η σκέψη για να δαμαστεί απαιτεί τόνους εμπειρίας, άσχημης κυρίως. Κάτι που δε με κάνει απαραίτητα άπειρο, κάτι που δε σε κάνει απαραίτητα καθαρή από ευθύνες.

Μωρέ λες να… Μπα δε νομίζω. Και σκέφτομαι τώρα εγώ, «αν η βία φέρνει βία; Γιατί η αγάπη δε φέρνει αγάπη;» Μια απελπιστικά εύλογη ερώτηση. «Επίσης αξίζει να ρίξεις τον εγωισμό σου για να γυρίσει κάποιος;» Αν γίνει αυτό, η κάθε πιθανή πρόοδος έχει χαθεί. Μα ρε μαλάκα, να πάει να γαμηθεί, ίσως γυρίσει, πού το ξέρεις εσύ;

Λοιπόν, άκου να δεις, όσο όμως και να το θέλουμε ποτέ δε γυρνάει, σκότωσε την ελπίδα προτού σε σκοτώσει εκείνη. Γιατί η λεπίδα της ελπίδας πονάει. Δεν έχεις κάνει κάτι λάθος εσύ, ίσως πνίγηκε μέσα σε όλο αυτό. Μη σε κατηγορείς, πώς γίνεται να μην πιέζεις άθελά σου κάτι που σου δημιουργεί όλα αυτά τα συναισθήματα που έγραψες; Πάντα θες κι άλλο. Πάντα φεύγει κάποιος. Πάντα καταλήγουμε να κλαίμε με παράπονο. It’s ok, όμως, δεν είναι αφύσικο ούτε κάτι αρνητικό, ίσα-ίσα.

Αυτό το τρέμουλο των ματιών. Αυτή η έξαρση του φόβου. Αυτή η ανασφάλεια της ψυχής. Η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι αυτό που είχες ερωτευτεί τελείωσε. Γκρεμίζεται αθόρυβα μέσα σου. Κι εσύ;
Κάθεσαι στον καναπέ προσπαθώντας να το αποδεχτείς. Δύο-τρία πλούσια δάκρυα ξεφεύγουν. Έχεις προσπαθήσει υπερβολικά. Επαφή στα μάτια γεμάτα παράπονο.

Γιατί, σκέφτεσαι. Αφού το μόνο που θέλω είσαι εσύ. Δεν έκανα κάτι κακό, συνεχίζεις από μέσα σου. Έχεις χάσει ξαφνικά τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια σου. Πέντε λεπτά νωρίτερα στον καναπέ πειράγματα. Πέντε λεπτά αργότερα απελπισία. Μόλις περάσεις την πόρτα, τελείωσε. Χειρότερο απ’ την απογοήτευση δεν υπάρχει. Χάνεις το γόητρό σου, σταματάς να έλκεσαι, σου κλέβουν την ελπίδα.

Η καθημερινότητα σου θα είναι ίδια. Αλλά μουντή. Ξενέρωτη. Δύσκολη. Θα υπάρξουν μέρες που δε θα αντέξεις. Θα θες να τρέξεις πίσω να κρυφτείς σε μια γνώριμη αγκαλιά. Να βρεις την ασφάλεια ξανά. Να σου τρίψει το κεφάλι όπως τότε. Να σε φωνάξει με κτητικά υποκοριστικά.

Ξύπνα ρε! Άσε την ουτοπία που ζούσες. Ξέχνα τα όλα αυτά. Μην ελπίζεις. Όσο ελπίζεις θα σε πονάει. Κάτσε να υποφέρεις. Μαζί με σένα υποφέρει κι αυτό όμως. Μόνο έτσι θα φύγει από πάνω σου. Γιατί αν δεν πεθαίνεις κι εσύ λίγο μαζί του τότε καλύτερα να μην είχατε γνωριστεί ποτέ. Μην αναλώνεσαι σε στιγμιαίες -δανεισμένες από το μέλλον- δόσεις χαμόγελου που θα σου δώσει μια επανασύνδεση μαζί της. Σταμάτα να ταΐζεις τον συγκεκριμένο αυτό δαίμονά σου.

Επόμενο βήμα; Αλλάζεις σπίτι. Το σπιτάκι αυτό είναι γεμάτο αναμνήσεις. Στο σπιτάκι αυτό σε έκαναν τις ομορφότερες αγκαλιές. Στο σπιτάκι αυτό ερωτευόσουν κάθε βράδυ και περισσότερο. Κάθε γωνιά του και μια μικρή ιστορία. Το σπιτάκι αυτό ήταν δικό σας. Αν δε μείνετε μαζί τότε δε θα μείνει κάνεις εκεί. Τώρα που έφυγε σε πνίγει. Διαμαρτύρεται το ίδιο το κτήριο. Σε πνίγει. Ξεριζώνεις τον εαυτό σου από κει μέσα. Πονάει. Αλλά ξέρεις ότι θα σε βοηθήσει. Πας αλλού. Κι αρχίζεις θεραπεία.

Καληνύχτα!

Συντάκτης: Παναγιώτης Μουστάκας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη