Διάβασε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Ο Άρης έμεινε να την κοιτάει καθώς απομακρυνόταν. Έφυγε. Πρώτη φορά αισθάνθηκε τόση αμηχανία. Γύρισε στο διαμέρισμα της αδερφής του και κάθισε στον καναπέ παρακολουθώντας το απόλυτο τίποτα μπροστά απ’ την τηλεόραση. Εκεί τον βρήκε η Κατερίνα μισοκοιμισμένο.

-Πες μου ότι δεν έφυγες καθόλου. Τι κάνεις, παιδί μου, μέσα στα σκοτάδια; Ερωτική απογοήτευση έχεις;

-Μικρή, σταμάτα τη γκρίνια. Βγήκα βέβαια αλλά γύρισα. Πόσες ώρες να μείνω έξω;

-Ωραία, πάω για μπανάκι κι ετοιμάσου για έξοδο.

-Τι λες; Πού θα πάμε καθημερινή; Δε μαζεύεσαι λέω εγώ; Τώρα μπήκες σπίτι.

-Θα πάμε για φαγητό και μετά ένα ποτάκι χαλαρά. Δε θα αργήσουμε. Έλα, βρε μούχλα. Τι θα κάνουμε εδώ μέσα; Νωρίς είναι ακόμη. Φέρεσαι σαν γέρος, το ξέρεις;

-Άμα σε πιάσω θα σου πω εγώ. Κάτσε να προλάβω πρώτος το μπάνιο γιατί αν μπεις εσύ ξεχνάς να βγεις.

Ο Άρης την περνούσε σχεδόν μια δεκαετία και τη λάτρευε. Δεν μπορούσε να της αρνηθεί σχεδόν ποτέ οτιδήποτε κι αν του ζητούσε. Ετοιμάστηκαν και πήγαν εκεί που τους περίμενε η παρέα της αδερφής του. Η βραδιά κυλούσε πολύ όμορφα για όλους. Μα ο Άρης σκεφτόταν την Ανθή.

Πόσο απόλυτη και ψυχρή. Μόνο για λίγο έσπασε το τείχος της και του χάρισε το χαμόγελό της, μόνο για τόσο όσο ήταν αρκετό για να το χαράξει στο μυαλό του και να τον αιχμαλωτίσει. Έπινε το ποτό του και κοιτούσε αδιάφορα γύρω του, όταν ξαφνικά ένιωσε δυο χέρια να τυλίγονται γύρω του. Γύρισε ξαφνιασμένος.

-Ανθή;

-Άρη…

Φαινόταν ζαλισμένη και μύριζε αλκοόλ. Οι μεθυσμένες γυναίκες πάντα τον ξενέρωναν, απίστευτα. Για πρώτη φορά όμως το μόνο που ένιωσε ήταν ανησυχία κι όχι απέχθεια.

-Έχεις πιει. Είσαι μόνη σου εδώ; Θέλω να πω, είσαι καλά;

Τον κοίταξε και του χαμογέλασε.

-Κι αν έχω πιει τι σημαίνει; Ήρθα να σε χαιρετήσω. Μόνο εσύ θα έχεις δηλαδή το προνόμιο να εμφανίζεσαι έτσι ξαφνικά κι απροειδοποίητα; Καλή συνέχεια, λοιπόν.

Γύρισε κι έκανε να φύγει, όταν την άρπαξε απ’ το μπράτσο και την έφερε μια ανάσα απ’ τα χείλη του.

-Πάντα έτσι είσαι εσύ; Πού είναι η παρέα σου;

Του έδειξε ένα τραπεζάκι με μια παρέα στο βάθος. Ο Άρης κρατώντας την, κατευθύνθηκε προς το μέρος τους.

-Καλησπέρα σας. Άρης. Ποιος από όλους μπορεί να συνοδέψει την Ανθή στο σπίτι της;

-Καλησπέρα. Θα την αναλάβω εγώ. Είμαι η Ρίτα, μένουμε στην ίδια πολυκατοικία.

-Ωραία. Πάρε την και πηγαίνετε τώρα αμέσως, σε παρακαλώ. Εδώ είναι η κάρτα μου με το κινητό μου. Μόλις φτάσετε πάρε με τηλέφωνο.

Η Κατερίνα κοιτούσε από μακριά τον αδερφό της κι όλη τη σκηνή. Μόλις τον είδε να επιστρέφει κατάλαβε πως έπρεπε να πηγαίνουν. Ο Άρης δεν είχε καθόλου διάθεση πλέον.

-Φεύγουμε, μικρή.

Φτάνοντας στο σπίτι άκουσε τον ήχο του τηλεφώνου του.

-Άρη, φτάσαμε, θα μείνω μαζί της γιατί δε νιώθει πολύ καλά. Θα σε ειδοποιήσω αν χρειαστώ κάτι. Καλό βράδυ.

-Οκ, πάρε με το πρωί να μου πεις πώς είναι, όπως και να’ χει.

Την άλλη μέρα το τηλέφωνο του Άρη χτύπησε κι η φωνή της Ανθής άρχισε να ζητάει συγγνώμη και να τον ευχαριστεί.

-Για να σε συγχωρέσω και για να μ’ ευχαριστήσεις ένα τηλεφώνημα δεν είναι αρκετό. Θέλω να βρεθούμε και να είσαι νηφάλια.

-Αλήθεια, σε ντρέπομαι και το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να σε κεράσω έναν καφέ. Αν μπορείς έλα στα Νεώρια κατά τις πέντε. Θα τελειώσω μια ξενάγηση και το πούλμαν θα με αφήσει εκεί.

-Θα είμαι εκεί. Γεια σου Ανθή.

Οι ώρες περνούσαν κι έπειτα άρχισαν να περνούν κι οι μέρες. Η Ανθή τον ξενάγησε παντού, μαζί με την Κατερίνα φυσικά, η οποία έδειξε να τη συμπαθεί απ’ την πρώτη στιγμή. Όμως ο Άρης έπρεπε να επιστρέψει, κάτι που γινόταν όλο και πιο δύσκολο όσο κι αν το ήξεραν απ’ την αρχή. Το τελευταίο βράδυ το πέρασαν αγκαλιά οι δυο τους σε μια γωνιά της πλατείας που είχε το όνομα εκείνου που έγραψε τον «Ερωτόκριτο». Εκεί έδωσαν και το πρώτο τους φιλί, χωρίς να ξέρουν πως κάποιος τους παρακολουθούσε από μακριά κι ορκιζόταν μέσα στην τρέλα του να τους διαλύσει και τους δυο.

Πόσο παρανοϊκοί μπορεί να γίνουν οι άνθρωποι εξαιτίας του εγωισμού και της απόρριψης; Μιλούν για εκδίκηση χωρίς να σκέφτονται πως για να κάνεις κακό σε κάποιον που αγάπησες, πρέπει πρώτα να σκοτώσεις τον εαυτό σου. Έναν φόνο που ίσως αργήσεις να καταλάβεις, αλλά όταν το συνειδητοποιήσεις θα είναι πολύ σκληρό.

-Άρη, δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη για οποιαδήποτε μορφή σχέσης αυτή τη στιγμή. Μόλις βγήκα από μια πολύ προβληματική σχέση και θέλω να μείνω μόνη, να βάλω τις σκέψεις μου και τη ζωή μου σε μια τάξη. Να βρω τις ισορροπίες μου. Αν ξεκινήσω κάτι μαζί σου τα συναισθήματά μου δε θα είναι ξεκάθαρα και δε σου αξίζει κάτι τέτοιο. Πέρασα υπέροχα αυτές τις μέρες, αλλά θα ήμουν άδικη να το συνεχίσω τώρα.

Της σφράγισε τα χείλη με το φιλί του. Αυτά τα χείλη που δε χόρταινε να νιώθει. Πόσο γρήγορος και ξαφνικός μπορεί να είναι ο έρωτας; Πόση λαίλαπα ξεσπάει απ’ το πουθενά…

-Δε θέλω τίποτε, Ανθή. Πάρε το χρόνο σου και τα υπόλοιπα απλώς θα συμβούν ή δε θα συμβούν. Οι στιγμές μας βάζουν τις σφραγίδες τους στη ζωή μας. Αν είναι να ζήσω κι άλλες στιγμές κοντά σου απλώς θα γίνει.

Την κρατούσε αγκαλιά όλο το βράδυ. Τον πήγε στο αεροδρόμιο και τον είδε να φεύγει. Την ώρα που πήγαινε ν’ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου, ένιωσε κάποιον να την τραβάει με δύναμη.

-Ώστε αυτό ήταν; Γι’ αυτό με έδιωξες; Για να πηδηχτείς με νέο αίμα; Πολύ γρήγορη ήσουν. Ή τον είχες από πριν; Ταυτόχρονα με μένα; Πώς δεν μπέρδεψες τα δρομολόγιά μας;

Ο Γιώργος εκσφενδόνιζε τις κακίες σαν σφαίρες που θέλουν να σκοτώσουν κάποιον αλλά αργά βασανιστικά, όχι μια κι έξω. Κάθε λέξη του τραύμα, μ’ εκείνο το βλέμμα του τρελού που κατακλύζεται από κακία και παράνοια μαζί.

-Πάψε. Σε σιχαίνομαι. Φύγε και μην τολμήσεις να με ξαναπλησιάσεις. Μιλάς εσύ που με τρέλανες στα ψέματα και στα περίμενε; Καθόμουν από επιλογή γιατί σ’αγάπησα, αλλά δεν αντέχω άλλο. Γύρνα στην οικογένειά σου κι άσε με να συνεχίσω τη ζωή μου. Τελειώσαμε. Έτσι αγαπάς εσύ; Κατηγορώντας με και πληγώνοντάς με; Πόσο λάθος σε μέτρησα…

Η σκηνή είχε προσελκύσει πολλούς γύρω τους. Η Ανθή μπήκε στο αυτοκίνητό της κι έφυγε, αφήνοντάς τον πίσω της, όπως του άρμοζε.

Συντάκτης: Μελίνα Αγγελάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη