Γράφει η Αθηνά.

 

Έχουν περάσει πια τέσσερις μήνες απ’ την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Μέρες πριν θα σου έλεγα ότι τους μετράω αυτούς τους άτιμους μήνες σαν τον κατάδικο που περιμένει να περάσει ο καιρός για να ελευθερωθεί. Τώρα, όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει, ο χρόνος για μας δεν κυλάει αντίστροφα, απλά προχωράει. Κάθε του λεπτό, κάθε μέρα απλά μας μεγαλώνει την απόσταση μεταξύ μας.

Τόσους μήνες μετά δεν έχω παρά μετρημένες ελπίδες μέσα μου, για εσένα, για εμάς. Εξάλλου, τι άλλο πια να περιμένω να συμβεί; Σε ποιο θαύμα να πιστέψω, αφού τόσο καιρό δε γίνεται τίποτα, σαν να μην άκουσε τις προσευχές μου κανείς, σαν να μην έχει καμία σημασία πια.

Οι ελπίδες γλιστράνε απ’ τα χέρια μου, τελειώνουν κι αν μία μόνο έχει μείνει να με τυραννά ακόμα κι αυτήν απέχω δευτερόλεπτα πριν την ξοδέψω, πριν την αφήσω να γλιστρήσει και να φύγει μακριά μου. Προσπαθώ, όμως και στο λέω ειλικρινά, κάνω ό,τι μπορώ για να αντέξει λίγο ακόμα. Κάθε μέρα ακολουθώ την ίδια ρουτίνα, παρατηρώ τη ζωή σου απ’ την οθόνη ενός υπολογιστή κι ενώ μέχρι πρότινος θα σκότωνα για να βρίσκομαι μέσα σε αυτήν, πλέον τόσο βαριά κουβέντα δε θα βγει απ’ το δικό μου στόμα.

Βλέπεις, ο καιρός όντως είναι γιατρός ή καλύτερα μια καλή γόμα, η οποία ξεθωριάζει και σιγά-σιγά σβήνει, όποια ανάμνησή σου.

Μήνα Ιανουάριο και πια δε θυμάμαι, ούτε τη φωνή σου ούτε το άρωμά σου. Το χειρότερο, βέβαια, ξέρεις ποιο είναι; Σχεδόν, κοντεύω να ξεχάσω κι όλα αυτά που ερωτεύτηκα σε σένα. Σαν μια ταινία, που κάποτε συνήθιζα να βλέπω σε επανάληψη, είναι πια οι αναμνήσεις μου μαζί σου.

Μέχρι τώρα, ήλπιζα να γυρίσεις πίσω, να καταλάβεις, να παραδεχθείς, όσα νιώθεις και να με αναζητήσεις, αν και δε ξέρω ποιο το νόημα πια. Θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου, μα πάνω απ όλα προσπαθώ να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου. Δυστυχώς, δεν έχω πια άλλα επιχειρήματα να σε πείσω, ίσως τώρα να συνειδητοποίησα πως αφού δε με επέλεξες μόνος σου εκείνη την πρώτη φορά που είχες τη δυνατότητα να το κάνεις, τότε αυτό δε θα συμβεί την όποια δεύτερη ή τρίτη φορά.

Μου έχεις λείψει, ναι, αυτό το παραδέχομαι κι αν όχι εσύ σαν σώμα, μου έχουν λείψει σίγουρα όλα αυτά που ένιωθα κάθε φορά που βρισκόμουν κοντά σου. Εκείνη η αγωνία που μου έδενε κόμπο το στομάχι λίγο πριν σε συναντήσω, το τεράστιο χαμόγελο που σχηματιζόταν στο πρόσωπό μου κι αυτή η σιγουριά πως εγώ τώρα ανήκω εδώ και δε χρειάζεται να ανησυχώ πια.

Κουράστηκα να προσπαθώ λοιπόν για κάτι που όπως φαίνεται δεν πρόκειται να αισθανθώ ξανά. Αν ήσουν ο άνθρωπός μου όπως νόμιζα θα ήμουν η πρώτη σου επιλογή, δε θα υπολόγιζες τον κόσμο, τους φίλους ή τους συγγενείς, δε θα σ’ ένοιαζε τίποτα άλλο πέρα από το δικό μας «μαζί». Αυτό που τόσο εύκολα απαρνήθηκες και που ποτέ δε διεκδίκησες,

Ακόμα, λοιπόν κι αν γίνει το θαύμα που τόσο περιμένω, ακόμα κι αν ελευθερώνοντας και την τελευταία μου ελπίδα για σένα, αυτή κάνει τη δουλειά της και πετύχει το σκοπό της, τι μπορεί να συμβεί μετά; Να θυμηθώ απ’ την αρχή τον έρωτά μου για σένα, να γίνω πάλι η κοπέλα που τόσο σ’ άρεσε κι εσύ εκείνος ο άντρας με το έντονο βλέμμα και το ωραίο χαμόγελο; Άραγε θα σε δω πάλι με εκείνα τα μάτια ή πια θα είσαι απλώς κάποιος που μ’ απογοήτευσε;

Οι μήνες αυτοί πέρασαν και μας έκαναν κακό τελικά, δε σου έδειξα όλο αυτό τον καιρό ότι σε σκέφτομαι ακόμα, ότι περιμένω κάτι, πως περιμένω εσένα, εδώ στο ίδιο σημείο, εδώ που οι δρόμοι μας χώρισαν. Εσύ όμως, έκανες κάτι χειρότερο, μου έδειχνες με κάθε ευκαιρία, έμμεσα πάντα, ότι η ζωή σου προχώρησε, πως εσύ προχώρησες παρακάτω, πως περνάς καλά εκεί κι ότι μάλλον δε θες να γυρίσεις πίσω.

Κρατάω, λοιπόν, ακόμα την τελευταία μου ελπίδα στο χέρι, αλλά ξέρεις κάτι δε θα την αφήσω  ελεύθερη, θα την κρατήσω λίγο ακόμα κι ίσως βρεθεί μπροστά μου κάποιος, που πραγματικά θα την αξίζει.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη