Κάθε γειτονιά μπορεί να έχει το συγκρότημά της. Είναι εκείνοι οι τύποι, οι μουσικοί, που είτε επαγγελματικά είτε ερασιτεχνικά παίζουν μέρα-νύχτα κι ακούγονται σε όλο το τετράγωνο που μένεις κι εσύ έχεις την τύχη να τους έχεις και μεσοτοιχία. Σου δίνουν την ευκαιρία να βγάλεις στην επιφάνεια τον πιο κυκλοθυμικό σου εαυτό. Από τη μία είσαι υποστηρικτικός, καθώς φαίνεται να έχουν ταλέντο, να το απολαμβάνουν, αλλά ταυτόχρονα καλό είναι να το απολαμβάνεις κι εσύ, και σε γενικές γραμμές να βρίσκονται εντός του μουσικού σου γούστου.

Από την άλλη, όμως, είναι κι εκείνες οι στιγμές που θες απλώς την ησυχία σου επειδή ξαπλώνεις, διαβάζεις ένα βιβλίο, κάποιο ανοιξιάτικο πρωινό με όλα τα παράθυρα ορθάνοιχτα, διαλογίζεσαι καρφώνοντας το βλέμμα σου στο ταβάνι και δεν μπορείς να βρεις αυτή ησυχία, οπότε ώρες-ώρες σε χτυπούν με τη μουσική τους πάνω στη φλέβα της υπομονής σου.

Το διπλανό σπίτι, λοιπόν, που έχει μετατραπεί σε αίθουσα πρόβας 15 τροβαδούρων και βαράνε τα κλαμπατσίμπανα ολημερίς σε κάνουν να αμφιταλαντεύεσαι με το εξής δίλημμα: «Να μεταναστέψεις ή να απολαύσεις τη μουσική τους -όποια κι αν είναι τέλος πάντων;». Τότε, κάνεις μια λίστα με όλα τα θετικά υπεράσπισής τους, προσπαθείς να γίνεις αντικειμενικός και να μείνεις ψύχραιμος.
Πρώτον, βλέπεις πως είναι πλήρως οργανωμένοι από μπάσο και κιθάρα έως αρμόνιο, ντραμς και επαγγελματικό σετ ηχογράφησηςκαι έχουν πάθος που ρέει σε κάθε νότα που φέρνουν στη ζωή. Η μουσική τους αποτελεί καλή συντροφιά τις ώρες που είσαι μόνος σου και βαριέσαι τόσο που δεν έχεις διάθεση ούτε να ετοιμάσεις ένα playlist στο YouTube και να νευριάζεις με τις διαφημίσεις και τη διαδικασία να πατάς παράλειψη διαφήμισης μετά από κάθε τραγούδι.

Έπειτα, το ραδιόφωνο δεν το πολυεμπιστεύεσαι όσον αφορά το κατά πόσο δε θα έχει παράσιτα ο ήχος του. Και το Spotify αναπαράγει τα τραγούδια με τις διαφημίσεις επίσης να μη λείπουν από το παρασκήνιο. Κι αυτοί είναι οι λόγοι που τελικά όσο το σκέφτεσαι τους εκτιμάς λίγο παραπάνω παρά τα πολλά decibel τους, γιατί τουλάχιστον έχουν καθαρή, στεντόρεια ανάλυση ήχου, σε σχέση με τις προαναφερθέντες εναλλακτικές επιλογές.

Από την άλλη, αν θες να καταμετρήσεις τα αρνητικά τους, τα μόνα που μπορείς να πεις πως σ’ ενοχλούν είναι καταρχάς πως συνολικά το άθροισμα των ωρών που παίζουν είναι αρκετό για να θεωρηθεί κουραστικό από τους ακουστικούς σου πόρους και δεύτερον ότι υπάρχουν κάποιες φορές που παραβιάζουν το χρονικό πλαίσιο των ωρών κοινής ησυχίας παρακωλύοντας τον άστατο εκ φύσεως ύπνο σου.

Ίσως, μπορούμε να εντάξουμε στα αρνητικά και το παράπονό σου για το ειρωνικό της όλης κατάστασης, που δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι τις ώρες που λείπεις για το σχολείο, τη σχολή, τη δουλειά, για επίσκεψη στους παππούδες ή για να βγάλεις βόλτα τον σκύλο σου, εντελώς συμπτωματικά είναι οι ώρες που θα κάνουν διάλειμμα για φαγητό, τουαλέτα, μπάνιο, ύπνο και επίσης συμπτωματικά τη στιγμή που θα μπεις σπίτι και θα βγάλεις τα παπούτσια, κι όσο θα ετοιμάζεσαι να απολαύσεις την ησυχία που απλώνεται γύρω σου από τη γωνιακή θέση του καναπέ σου, εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο ντράμερ δίνει το σήμα να ξεκινήσουν πάλι.

Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, μάλλον οι λίστες σου έρχονται σε ισοπαλία εξισορροπώντας η μία την άλλη. Οπότε, απλά περιμένεις ή την αναγνώρισή τους έστω αν αυτή είναι στο ροκάδικο της περιοχής μεταφέροντας έτσι την ηχορύπανση σε έναν χώρο που υποστηρίζει στο έπακρο αυτό που κάνουν και το ταλέντο τους επιτέλους θα αξιοποιηθεί επάξια, ή απλώς περιμένεις τη μέρα που θα σπάσουν την αυτοσχέδια μπάντα τους που στεγάζει το όνειρό τους, απλά γιατί η υπομονή σου έχει εξαντληθεί και δεν αντέχεις να είσαι πλέον ανεκτικός.

Νοερά, βέβαια, θα ελπίζεις στο πρώτο καθώς σε γενικές γραμμές αυτοί οι άνθρωποι είναι αναγκαίο κακό για την καθημερινότητά σου κι ίσως η κύρια υποσυνείδητη πηγή αισιοδοξίας της μέρας σου.

Συντάκτης: Μαγδαληνή Μαρία Παπάζογλου
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα