Για σένα, για μένα, γι’ αυτόν που στρίβει τώρα από τη γωνία και κατηφορίζει προς τον κεντρικό ή για την τύπισσα που έβαλε χειρόφρενο και νεκρά περιμένοντας το φανάρι, γι’ αυτόν που τώρα ξυπνάει ή εκείνον που τώρα πάει να κοιμηθεί, για κάθε φάτσα και σώμα εκεί έξω, υπάρχουν εκείνες οι στιγμές που έρχονται, σκάνε μπροστά σου κι αφήνουν τη χαρακιά τους μέσα σου. Σε αλλάζουν, σε καθορίζουν ίσως εν δυνάμει, λαξεύουν τη μορφή του μυαλού που σήμερα εσύ, εγώ, η κάθε φάτσα, χρησιμοποιούμε για να υπάρχουμε. Τρελό;

Οι δικές μου στιγμές, πολλές, είχαν κι έρωτες, είχαν και φιλίες, είχαν και χοντρές μαλακίες και λάθη που ακόμη πληρώνω. Υπήρξε όμως κι εκείνη, εκείνη η στιγμή που πιστεύω πως όσο ζω θα συνεχίζει να σκάει ανύποπτα μπροστά μου, θα με ακολουθεί κάθε φορά που πάω κάπως να χαλαρώσω, ίσως είναι κι ο λόγος που ο γιατρός μου αποκαλεί «λανθάνον άγχος». Ωραίες λέξεις, δύσκολες, από αυτές που χρησιμοποιούν οι γιατροί για να μην πολυκαταλάβεις τι σκατά σου συμβαίνει ακριβώς και πάθεις καμιά υστερία. Σήμερα όμως, κοντά τρία χρόνια μετά, είπα πως θα μιλήσω ανοιχτά, αφού προσπάθησα πολλές φορές εμμέσως και με μισόλογα να το μοιραστώ, κάπως να το ξορκίσω.

Θέλω να σου πω, εσένα που αυτή τη στιγμή διαβάζεις, πως ο φόβος είναι η μεγαλύτερη καριόλα του κόσμου. Όχι μόνο σου γίνεται τσιμπούρι, όχι μόνο εκμεταλλεύεται κάθε αδυναμία σου για να σε ξεζουμίσει, μα καταλαβαίνει πότε πρέπει να επιτεθεί και να σου θυμίζει την παρουσία του, φτιάχνοντας επιπλέον συνειρμούς που σίγουρα δεν είχες ανάγκη να έχεις. Οι δικοί μου αφορούν ό,τι έχει να κάνει με πλατείες. Χάζεψε αυτή, ίσως να σκέφτηκες, ίσως ναι, θα σου πω εγώ. Γιατί να φοβάσαι μια πλατεία;

Κι όμως, αν σ’αυτήν τη μία πλατεία, μέσα σε τρία λεπτά κόντεψες να χάσεις ό,τι υπήρχε για σένα ως σταθερά, αν μέσα σε τρία μοναδικά μικρά τόσο δα λεπτά σε άγγιζε η πιθανότητα του να τελείωναν όλα, θα μπορούσες όντως να το ξεχάσεις;

19 Δεκέμβρη κι ο χειμώνας μας βρήκε στο Βερολίνο, ήθελε ο μπαμπάς μου να κάνουμε ένα ταξίδι ως οικογένεια για να έρθουμε πιο κοντά, είχαμε όλοι την ανάγκη να περάσουμε χρόνο μαζί. Τέσσερις άνθρωποι, τους έφερε η τύχη θες, η ατυχία, η επιμονή μου να ξαναβγούμε για μια βόλτα ενώ είχαμε μόλις γυρίσει στο ξενοδοχείο, η ανάγκη των γονιών μου να μου κάνουν το χατίρι επειδή είχα γιορτή; Δεν ξέρω ποιοι γαμημένοι πλανήτες συγχρονίστηκαν, μα βρεθήκαμε σε μια από τις κεντρικότερες πλατείες του Βερολίνου στη χριστουγεννιάτικη αγορά γύρω στις εφτάμιση, δυο γονείς και δυο παιδιά να πίνουν ζεστό κρασί γελώντας με κρύα οικογενειακά αξιολάτρευτα αστεία. «Να βγούμε μια φωτογραφία!» επέμεινε η μαμά μου και σταθήκαμε όλοι καμαρωτοί σαν τα παγόνια μπροστά στον βομβαρδισμένο καθεδρικό που έμοιαζε σαν ένα πανέμορφο φάντασμα στη μέση της πλατείας. Η ώρα έγραφε 19:57. Τρία λεπτά μετά, όλα ήταν αλλιώς.

Ένα βήμα, δύο, δέκα, γύρω στα είκοσι τελικά πιο πέρα, σταθήκαμε για κάτι, αδυνατώ να θυμηθώ τι. Και τότε συνέβη. Ένα τεράστιο φορτηγό όχημα μπούκαρε στην πλατεία τρέχοντας με 150 χιλιόμετρα την ώρα. Τρομοκρατική, είπαν. Δέκα νεκροί είπαν. Είπαν πολλά, τα διάβασα όλα, ή σχεδόν όλα. Πολλά, παραπάνω απ’ όσα αντέχω να πω, τα είδα μπροστά στα μάτια μου. Δεν έχω να σας πω κάτι καινούριο ως προς αυτό, ούτε θα πάρω πολιτική θέση. Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις για κάποιον που πιστεύει πως με την πράξη του κάνει καλύτερο τον κόσμο. Για μένα τρομοκράτης, για εκείνον ιδεαλιστής. Δε θα μείνω εκεί, γιατί κι από ‘κει μου πήρε καιρό να φύγω.

Θα μείνω στον τρόμο που είδα για πρώτη φορά στα μάτια των γονιών μου, που ορκίζομαι πως δεν είχα ξαναεντοπίσει ποτέ φόβο στο βλέμμα τους. Θα μείνω στη μητέρα μου που αυτόματα έφτιαξε με το σώμα της μια ασπίδα, θέλοντας να προστατεύσει με ό,τι κατείχε πάνω της εμάς κι ας μην έφτανε το σώμα της ούτε για το μισό από το σώμα του αδερφού μου. Θα σου πω για τον πατέρα μου που μας άρπαξε σαν σακιά ανιχνεύοντας την πιο σύντομη έξοδο, να μας απομακρύνει για ό,τι δεν ξέραμε αν θα ακολουθήσει. Βλέμματα παντού, δεξιά κι αριστερά μήπως εντοπιστεί κάποια κίνηση περίεργη κάτι που δεν είχαμε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κρυφτήκαμε πίσω από μια πολυκατοικία μέχρι να βεβαιωθούμε πως υπήρχε σχετική ασφάλεια για να φύγουμε -σχεδόν τρέχοντας- προς το ξενοδοχείο.

Δε θα σου πω για το τι είδα εκείνη τη μέρα. Δε νομίζω ότι ποτέ θα σταματήσω να το βλέπω μπροστά μου. Θα σου πω για εκείνη το φωτογραφία με τέσσερα χαμογελαστά κοκκινωπά πρόσωπα που στέκονταν στο ίδιο σημείο, απλώς τρία λεπτά πριν. Θα σου πω πως δεν έχω νιώσει να έχουν τα δευτερόλεπτα μεγαλύτερη αξία από εκείνη τη μέρα, μεγαλύτερο και σπουδαιότερο σκοπό δεν έτυχε να έχει ξανά ο χρόνος στη ζωή μου.

Κάθε φορά που βρίσκομαι σε πλατεία με κόσμο, νιώθω αυτήν την ησυχία πριν την μπόρα. Ψάχνω τις σκιές και τους περαστικούς, μήπως δω κάτι που εκείνη τη μέρα δεν είδα. Μετά το ξεχνάω κι ηρεμώ, μέχρι να επανέλθει δριμύτερο όταν εγώ δε θα το περιμένω. Μάχη είναι, έτσι μου φαίνεται, μα δε θα το βάλω κάτω. Τρία χρόνια μετά και τρία λεπτά, κρατώντας τον μαγικό αριθμό πια στο χέρι, θέλω να σου πω εσένα που διαβάζεις πως κανένας φόβος ποτέ, δεν ήταν ικανός να ξεπεράσει την ανθρώπινη ελπίδα. Γι’ αυτό θα τον βρίσκεις πάντα δεύτερο. Κι όσο κι αν η τρομοκρατία, όποιας μορφής, πασχίζει να μας βρει και να μας γονατίσει, αν δεν την αφήσουμε να ζήσει μέσα μας, μπορεί μόνο να μας γρατζουνίσει. Εμείς, οι τρομοκράτες του εαυτού μας, εμείς κι οι απελευθερωτές μας.

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου