Με μια επίκληση στην αυθεντία θα μπούμε γρήγορα στο ψητό μιας και καμιά εισαγωγική πρόταση δεν μπορεί να φέρει ομαλά ένα τόσο δύσκολο θέμα. Ο Όσκαρ (ο Γουάιλντ) λέει πως η ζωή πρώτα σου δίνει το τεστ και μετά σε μαθαίνει το μάθημα. Πάνω σε αυτό λοιπόν θα πατήσουμε ή μάλλον θα στρογγυλοκαθίσουμε για μια πιο σφαιρική προσέγγιση του ζητήματος των κινήτρων και των προθέσεων μιας συμπεριφοράς. Καταρχάς μας αφορά η συμπεριφορά αυτή καθ’ αυτή, καθώς είναι το μόνο μέσο για να κρίνουμε αν μας ταιριάζει ή δε μας ταιριάζει κάτι που κάνουμε εμείς ή κάποιος άλλος. Ξεκινάμε με τη δική μας συμπεριφορά, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε επαρκώς τη συμπεριφορά του άλλου απαλλαγμένοι από την προκατάληψη του αποτελέσματος.

Κάθε πράξη μας λοιπόν κρύβει ένα κίνητρο ή μια πρόθεση και αυτό γιατί πάντα υπάρχει ένας στόχος. Δεν έχει σημασία αν είναι μεγάλος ή μικρός, σύνθετος ή απλός. Υπάρχει. Είναι εκεί ακόμη και όταν νομίζουμε ότι δεν είναι. Από το μικρότερο κακό λοιπόν που μπορεί να αφορά μόνο εμάς τους ίδιους και να είναι κάτι εντελώς καθημερινό, όπως να πάρουμε τη μάνα μας τηλέφωνο να δούμε τι κάνει, μέχρι το να προκαλέσουμε συνειδητά πόνο στον άλλον επειδή μας πλήγωσε, υπάρχει κάποιος απώτερος σκοπός. Αυτός στην πρώτη φαινομενικά αθώα περίπτωση μπορεί να είναι ότι μας έλειψε πραγματικά η μαμά μας και θέλουμε να την ακούσουμε, ικανοποιώντας την ανάγκη συντροφικότητας και ανήκειν. Στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να είναι ότι αναζητάμε δικαίωση μέσα από αντίποινα, προκειμένου να βιώσει ο άλλος στο πετσί του αυτό που μας έκανε να νιώσουμε.

 

 

Εκ πρώτης όψεως πρόκειται για δύο εκ διαμέτρου αντίθετες συνθήκες, μια ευγενή και μια τουλάχιστον εγωιστική. Ωστόσο κρύβουν μια παγίδα. Το ευγενές κίνητρο πίσω από το τηλεφώνημα μπορεί να έχει άλλο ένα στρώμα αλήθειας που μπορεί να ενισχύεται ως εξής: «μου έχει λείψει η μαμά, θέλω να την ακούσω αλλά χρειάζομαι και 50 ευρώ και δεν ξέρω πώς να τα ζητήσω». Το εγωιστικό από την άλλη, τη μόνη παγίδα που κρύβει είναι τη μεγάλη δυσκολία να παραδεχτεί κανείς -στον εαυτό του πρωτίστως- ότι μπορεί πραγματικά να γίνει τόσο μικρόψυχος και αυτό γιατί είναι ένα κίνητρο που μπορεί εύκολα να συγκαλυφθεί με ένα σωρό δικαιολογίες. Μπορεί να δικαιολογηθεί ως ξέσπασμα, ως υπερβολική οικειότητα, ως άμυνα, ως μια νομιμοποιημένη αντίδραση σε εισβολή. Και οι δύο παραπάνω περιπτώσεις απαιτούν να στραφεί ο προβολέας προς τα μέσα.

Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο τρόποι να δει κανείς μια συμπεριφορά. Ο πρώτος είναι με την ερμηνεία του αποτελέσματος και την επίδρασή του τη δεδομένη στιγμή πάνω μας. Είναι λίγο περισσότερο υπολογιστικός και ξυπνά την επιφάνεια του εαυτού μας, αυτή που απαντά άμεσα στα ερεθίσματα, που επιδιώκει να ευχαριστηθεί ή να προστατευθεί άμεσα. Ο δεύτερος είναι με την αναζήτηση του βαθύτερου κινήτρου που οδήγησε στην πράξη και την ερμηνεία του και στοχεύει στην κατανόηση. Είμαστε προγραμματισμένοι να κατανοούμε και να ερμηνεύουμε κατά κάποιον τρόπο. Είτε με ένα ταξίδι στον χρόνο στην παιδική μας ηλικία είτε παρατηρώντας ως ενήλικες τα μικρά παιδιά, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα αυτή την ικανότητα από όλες τις πλευρές της. Πολλές φορές τα μικρά παιδιά υιοθετούν συμπεριφορές ή έχουν αντιδράσεις τελείως παράξενες και συχνά άσχημες που δεν ταιριάζουν με την ηλικία τους και δε μοιάζουν και τόσο αθώες. Θα πουν ψέματα για να κερδίσουν αυτό που θέλουν, θα γλείψουν για να περάσει το δικό τους, θα χτυπήσουν ή θα καταστρέψουν κάτι από ζήλια. Ως ενήλικες αναγνωρίζουμε αυτές τις συμπεριφορές ως αρνητικές ή μη επιτρεπτές και φροντίζουμε (ελπίζω να το κάνουμε) να νουθετούμε το παιδί ως προς το γιατί αυτή η συμπεριφορά δεν είναι αποδεκτή (κοινωνικά). Σε έναν βαθμό τα αντιμετωπίζουμε λιγότερο ως παιδιά και περισσότερο ως ανθρώπους με ποτένσιαλ και γι’ αυτό αφιερώνουμε τον χρόνο για να δούμε πίσω από την πράξη τους και να εστιάσουμε στο κίνητρο και όχι στο αποτέλεσμα (το οποίο ούτως ή άλλως δεν αλλάζει). Είναι σαν να έχουμε υπογράψει μια κοινωνική σύμβαση γύρω από το «έλα μωρέ, παιδί είναι, τι καταλαβαίνει;».

Όλα τα «έλα μωρέ, παιδί είναι» που έμειναν στη συμπεριφορά και μόνο, τι ηλικιακό όριο έχουν; Πότε κάποιος δεν είναι παιδί και αρχίζει να γίνεται υπόλογος για τη συμπεριφορά του; Από ένα σημείο και μετά που κανείς δε θυμάται ποιο ήταν στη δική του ζωή, αυτό το «έλα μωρέ, παιδί είναι» παύουμε να το ακούμε εμείς για εμάς και το λέμε εμείς σε εμάς. Ως ενήλικες έχουμε τα ίδια ένστικτα δημιουργίας ή καταστροφής που είχαμε ως παιδιά και έχουμε και πολλά περισσότερα μέσα εξάσκησής τους. Μπορεί να μην αποκεφαλίζουμε την κούκλα της αδερφής μας επειδή ζηλεύουμε την προσοχή που της δίνουν οι γονείς μας αλλά διεκδικούμε ανθρώπους με στενό μαρκάρισμα, ζηλεύοντας άλλους φίλους τους, κάνοντας παράπονα, παίζοντάς το θύματα. Και το ένα και το άλλο είναι μέσον να πει κανείς ότι ζηλεύει ή ότι νιώθει λίγος και μικρός σε σχέση με τους άλλους. Ωστόσο, ο αποκεφαλισμός της κούκλας είναι ένα ξεκάθαρο ειλικρινές σημάδι που δεν έχει καλυφθεί με νομιμοποιημένες συμπεριφορές και ωραιοποιημένα κίνητρα -σε αντίθεση με τη διεκδίκηση που μπορεί να πλασαριστεί με την επιδεξιότητα πλασιέ τάπερ τη δεκαετία του ‘80, ως νοιάξιμο, αγάπη, φιλία.

Το παιδί λοιπόν έχει όλα τα συγχωροχάρτια του κόσμου, γιατί είναι παιδί, γιατί βρίσκεται σε διαδικασία μάθησης. Ο ενήλικας από την άλλη είναι εύκολο να χαρακτηριστεί μεμονωμένα από την πράξη του και όχι από το κίνητρο. Και είναι το ίδιο -ή μάλλον περισσότερο- λυπηρό για έναν ενήλικα να εξακολουθεί να νιώθει λίγος και μικρός. Υπό μια έννοια είναι το παιδί που δεν έκατσε κανείς να του μάθει να επικοινωνεί με τα συναισθήματά του. Ίσως είναι το παιδί που τιμωρήθηκε μόνο και μόνο λόγω της πράξης, που στερήθηκε κάτι προκειμένου να πάρει το μάθημα, το οποίο δεν ζήτησε κιόλας. Ως ενήλικες, λοιπόν, συνεχίζουμε την ίδια εκπαιδευτική διαδικασία ακόμη κι αν έχουμε καταλάβει το κίνητρό μας. Θα αυτοτιμωρηθούμε με ενοχές, ματαίωση, απόγνωση προκειμένου να θυμόμαστε το κακό συναίσθημα που συνοδεύει μια συγκεκριμένη πράξη ή ένα συγκεκριμένο κίνητρο. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη διάκριση που κάνει καθένας στον εαυτό του ατομικά.

Κλείνουμε τα μάτια στο παιδί μέσα μας, το οποίο ακόμη διψάει για γνώση. Του έχουμε δώσει ένα τάμπλετ και του λέμε να κάτσει φρόνιμα στη γωνιά του και να μη μας ζαλίζει. Και όταν το παιδί βαρεθεί και αρχίσει να ζητάει προσοχή τού δίνουμε βιαστικά αυτό που θέλει για να σταματήσει. Τροφοδοτούμε τα ένστικτά του και δεν το βοηθάμε να μεγαλώσει, να αναρωτηθεί. Έχουμε στο κεφάλι μας ότι τα παιδιά πρέπει να είναι χαρούμενα και ανέμελα και αυτό επιδιώκουμε. Αντί όμως να ενώσουμε το παιδί και τον ενήλικα μέσα μας, τους έχουμε σε ξεχωριστά δωμάτια. Απαιτούμε κατανόηση από τους άλλους όταν δεν κατανοούμε οι ίδιοι εμάς. Είναι μια διαρκής εκπαιδευτική διαδικασία το μεγάλωμα του παιδιού μέχρι τη στιγμή που θα πάψει να ζητάει καθοδήγηση.

Υπό αυτό το πρίσμα η ζωή πράγματι σου δίνει πρώτα το τεστ και μετά σου μαθαίνει το μάθημα. Ωστόσο, κάθε αντι-σος μπορεί να πέσει μόνο μια φορά. Από κει και πέρα θεωρείται καμμένο θέμα μέχρι το επόμενο τεστ με το αντι-σος που θα μας διδάξει. Η εμπειρία διαγράφει στο πετσί μας το μάθημα σαν τατουάζ με τις λύσεις στο πρόβλημα. Αυτή είναι η κατανόηση του μαθήματος. Έρχεται βιωματικά και πολλές φορές με συνέπειες είτε πρόκειται για τιμωρία από τους γονείς είτε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Το πόιντ είναι η διαύγεια και η καθαρότητα σκέψης γύρω από το κίνητρο, γύρω από το γιατί που συνοδεύει μια πράξη ή μια αλληλουχία πράξεων.

Το τεστ που μας δίνει η ζωή είναι απροειδοποίητο και σύνθετο. Μέσα από το trial and error έρχονται οι καλύτερες συνειδητοποιήσεις και οι μεγαλύτερες ανακαλύψεις. Όσο και αν σκάψουμε πίσω από μια πράξη μας, όσα γιατί και να τοποθετηθούν το ένα πίσω από το άλλο, θα παίρνουμε πάντα κάτω από τη βάση αν ο πυρήνας της απάντησης δεν αφορά το κίνητρο για την πραγματική γνώση και κατανόηση του εαυτού.

 

Συντάκτης: Μαρία Χριστίνα Μαγκανάρη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.