«Να εργάζεσαι για να ζεις κι όχι να ζεις για να εργάζεσαι» ακούς να λένε οι γηραιότεροι, το ίδιο σε συμβουλεύουν κι οι δικοί σου άνθρωποι που έχουν περάσει απ’ το στάδιο που βρίσκεσαι εσύ τώρα με τη σοφία της εμπειρίας τους. Για να το λένε όλοι, κάτι θα έχουν στο μυαλό τους, δεν μπορεί.

Αν σκεφτείς λοιπόν να τους ρωτήσεις περαιτέρω, η ιστορία συνήθως πάει κάπως έτσι. Έχεις τελειώσει τις σπουδές σου και την πιο ανέμελη φάση της ζωής σου κι έχεις βρει δουλειά. Έχεις υποσχεθεί στον εαυτό σου ότι δε θα τα παρατήσεις όλα επειδή τα πράγματα σοβάρεψαν κι αρχίζεις να έχεις τις υποχρεώσεις ενός ενήλικα. Θα βρίσκεις χρόνο για τα χόμπι σου, θα βρίσκεις χρόνο για ταξίδια, διακοπές κι αποδράσεις. Τον πρώτο καιρό τα καταφέρνεις, από εδώ κι από ‘κει τον βρίσκεις τον τρόπο σου και τα συνδυάζεις όλα. Μπράβο σου, τελικά «μπορείς να τα καταφέρεις», σκέφτεσαι. Ο καιρός περνάει όμως, οι έξοδοι αρχίζουν σιγά-σιγά και μειώνονται, ύστερα λες «να πάρω μωρέ κι ένα αυτοκίνητο, να έχω την άνεσή μου, την ανεξαρτησία μου, χρειάζεται» κι έτσι φορτώνεις στο κεφάλι σου δόσεις κι ασφάλειες,  να τη η περισσότερη δουλειά για να καλύψεις τα έξοδα. Πού ελεύθερος χρόνος;

Πριν καλά-καλά το καταλάβεις έχεις φτάσει στα τριάντα, έχεις παντρευτεί και ψάχνεις ν’ αγοράσεις σπίτι. Ε, στο ενοίκιο να μείνεις; Και να τα και τα δάνεια και να τες οι υποχρεώσεις ν’ αυξάνονται ώσπου έχεις αποκτήσει και παιδιά και δεν έχεις καταλάβει τίποτα. Ζεις κα εργάζεσαι γι’ αυτά, για να μην τους λείψει τίποτα. Πού διακοπές και χαλάρωση;

Και κάπως έτσι έχεις φτάσει στα πενήντα χωρίς να χεις πάρει χαμπάρι πώς πέρασε η ζωή σου, δουλεύοντας, προσθέτοντας όλο και πιο πολλές υποχρεώσεις στο κεφάλι σου, σπαταλώντας τα ωραιότερά σου χρόνια στο άγχος κι  αναβάλλοντας το διάλλειμα απ’ τις υποχρεώσεις συνεχώς για αργότερα. Τώρα ανατρέχεις στο παρελθόν στις στιγμές που δε χάρηκες γιατί θεωρούσες ότι «δε χάθηκε ο κόσμος, έχεις χρόνο» και διαπιστώνεις ότι πέρασε τελικά αυτός ο χρόνος τόσο γρήγορα, σαν νεράκι ξεγλίστρησε απ’ τα χέρια σου».

Κάπως έτσι πάνε αυτές οι αφηγήσεις ενώ τρυπώνουν μέσα κάτι αναστεναγμοί, κάτι αχ και βαχ, κάτι βλέμματα γεμάτα νοσταλγία, κάτι άβολες κινήσεις. Κι ύστερα σκέφτεσαι τον εαυτό σου. «Δεν μπορεί, θα τα πάω καλύτερα» λες. Είσαι διαφορετικός εσύ νομίζεις. Όσο το σκέφτεσαι πιο πολύ βέβαια, αρχίζουν να μοιάζουν λίγο οι ιστορίες σας, ξεπετάγονται κοινά από εδώ, ομοιότητες απ’ την άλλη.

Αν δε θες να κοιτάς πίσω σου για να βρεις τι έχασες στη διαδρομή, μάλλον η καλύτερη επιλογή είναι να κοιτάξεις τι να κάνεις διαφορετικά στην πορεία. Για να μην αφήσεις καμία στιγμή χαμένη. Να μη χαραμίσεις καμία στιγμή του «τώρα» στ’ όνομα του «μετά». Γιατί το μετά δεν μπορείς να ξέρεις πότε θα έρθει στην καλύτερη, στη χειρότερη μπορεί να μην έρθει ποτέ.

Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις κι αναπάντεχες εξελίξεις που δεν τις χωράει ο νους σου. Γι’ αυτό μη δουλεύεις επενδύοντας πάνω απ’ όλα στο μέλλον, τ’ οποίο δε ξέρεις και πώς θα σου τα φέρει.

Μην αφήνεις τα χρόνια απλά να περνάνε δουλεύοντας για να επιβιώσεις, ψάξε τη ζωή μέσα σ’ όλα αυτά. Το να παραμερίσεις τα πάντα στ’ όνομα της επιβίωσης μόνο χαζή δικαιολογία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.

Ποια η χρησιμότητα του να επιβιώνεις απλά ενώ μπορείς να ζήσεις; Το ίδιο με το να κάτσεις στον πάγκο μονάχα, παρακολουθώντας ενώ υπάρχει θέση μέσα στον αγώνα για σένα. Υπεκφυγή θες; Φόβο θες; Βόλεμα θες; Όπως θες ονόμασέ το. Μόνο μη μου πεις πως είναι από ανάγκη. Αν θες τον βρίσκεις τον τρόπο.

Και μη μου πεις πάλι για την κρίση που δε σ’ αφήνει να ζήσεις διότι την έχουμε λιώσει αυτή την καραμέλα. Με συγχωρείς λοιπόν και διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, αλλά αυτή η φράση ειπώθηκε πολύ πριν έρθει σε μας η κρίση για να τα ρίχνουμε όλα πάνω της.

Να εργάζεσαι λοιπόν, να στέκεσαι στα πόδια σου. Αυτό σε κάνει άλλωστε να νιώθεις ανεξάρτητος και μπορεί να λειτουργήσει σαν θεραπεία πολλές φορές αλλά μην πιστέψεις ότι εκεί, αποκλειστικά, είναι η ζωή και σε παρασύρει με το μονοπώλιό της. Μην την αφήνεις να σου στερεί τις στιγμές, να σου κλέβει την ανεμελιά, να  παραμερίζει τα όνειρά σου.

«Να εργάζεσαι για να ζεις κι όχι να ζεις για να εργάζεσαι» όπως λένε σοφά, τελικά. Γιατί πόσο γρήγορα κυλάει η ζωή για να την περάσουμε με πρώτη προτεραιότητα τη δουλειά; Να εργαζόμαστε αλλά να βρίσκουμε και το χρόνο γι’ αυτά που μας δίνουν ζωή. Να χαιρόμαστε τους καρπούς των προσπαθειών μας,  αλλιώς ποιο το νόημα;

 

Επιμέλεια Κειμένου Σταυρούλας Βιτετζάκη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Σταυρούλα Βιτετζάκη