Σου χρωστάω μερικά «σ’ αγαπώ» ακόμη. Για τις συζητήσεις μας, τα γέλια μας, τις υποσχέσεις και τους όρκους που δώσαμε. Τα φιλιά που είχαν τα καλοκαίρια κάτι από αλμύρα και τους χειμώνες κάτι από ζεστή σοκολάτα, τα ταξίδια με άγνωστο προορισμό που κάναμε και που όλοι μας έλεγαν πως ήταν τρέλες.

Θυμάμαι να γράφω για σένα τις στιγμές που κοιμόσουν δίπλα μου. Κάθε σου βαριά κοιμισμένη ανάσα που με κρατούσε ξύπνια ήταν σαν ανταμοιβή. Κάναμε όνειρα μαζί, παιδικά μα κι ώριμα ταυτόχρονα. Ήσουν αυτός που ήξερε να διώχνει τους φόβους μου. Αυτός που καταλάβαινε πώς νιώθω, ακόμα κι εκείνες τις φορές που για εμένα παρέμενε μυστήριο. Ήμασταν πάντα διαφορετικοί, μα τόσο ίδιοι. Μέσα στο χάος της καθημερινότητας, βγάζαμε ο ένας στον άλλον κάτι από βεβαιότητα.

 

 

Ημέρες γεμάτες, πολύωρες συζητήσεις, δουλειά, παρέες και νύχτες σιωπής κι έρωτα. Κάθε φορά που ερχόσουν κοντά, ένιωθα τις τριχούλες στο μπράτσο μου να ανασηκώνονται και να μαρτυρούν την παρουσία ανθρώπου που ήθελα εκεί. Είχε και δάκρυα η αγάπη μας, όχι από εκείνα που πέφτουν γιατί κάτι πόνεσε, μα απ’ τα άλλα, που συνοδεύονται από χαμόγελο που τα κάνει να μοιάζουν σχεδόν παράταιρα. Ένας έρωτας βγαλμένος από παραμύθι γεμάτο από πρίγκιπες, πριγκίπισσες και μαγεμένες κολοκύθες. Ένας έρωτας που αναρωτιόμασταν αν θα κλείσει με το «κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».

Κανένας τριγύρω δεν κατάλαβε ποτέ πως είναι δυνατόν να συμβεί ταίριασμα σαν το δικό μας. Θυμάσαι; Θύμωναν που δε μαλώναμε ποτέ. Θυμάσαι; Εκείνες τις στιγμές που μπορούσαν όλοι να διακρίνουν ότι είμαστε ζευγάρι κι ας είμασταν στις αντίθετες πλευρές του δωματίου, πριν καν το ανακοινώσουμε.

Στις χαρές σου, ήμουν εκεί. Στις «μαυρίλες» μου, ήσουν παρών. Θυμάμαι ένα βράδυ να κοιτάζω στο άπειρο γιατί ένιωθα λίγο σαν να με πάτησε λεωφορείο δύο φορές, μία με την πρώτη και μία με την όπισθεν. Θυμάμαι κι εσένα να με φιλάς στο μέτωπο, να κάθεσαι δίπλα μου και να μη λες κουβέντα. Θυμάμαι τη μέρα που έχασες τον φίλο σου κι έμεινες στη σιωπή κοιτάζοντάς με να κάνω τον κλόουν. Θυμάμαι, γενικά, όλες εκείνες τις φορές που δε χρησιμοποιήσαμε λέξεις για να δηλώσουμε την παρουσία μας.

Και ήρθε μια νύχτα σαν όλες τις προηγούμενες. Βάλαμε να ακούσουμε μουσική, συμφωνήσαμε να ξαναμιλήσουμε για εμάς κι αποκοιμηθήκαμε. Ξυπνήσαμε νωρίς, για μια ακόμη χαοτική μέρα. Εκείνο το απόγευμα, γύρισα σπίτι μα εσύ δεν επέστρεψες ποτέ.

Πέρασα χθες από το μαγαζί που συχνάζαμε, ένας χώρος γεμάτος με τις αναμνήσεις μας. Ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί, θαμώνες και παλιοί γνωστοί μας. Το πρωί με προσπέρασε κι ένας που σου έμοιαζε.

Είναι 20:00, φοράω την παλιά μπλούζα σου, ακούω τη μουσική μας και γράφω για σένα, καθισμένη δίπλα στο παράθυρο, περιμένοντας μήπως έρθεις. Σκέφτομαι πόσο θέλω να σε αγκαλιάσω και να ξαναζήσουμε εκείνες τις στιγμές τις παλιές μας. Να σε ακούσω να μιλάς για τη μέρα σου και μετά, έτσι από το πουθενά, να το γυρνάς σε εμάς και στα όσα θες κάποια στιγμή να κάνουμε. Έχω τόσα πολλά να σου πω, όσα θέλω να πετύχουμε κι εγώ! Μου λείπει το χαμόγελό σου, η μυρωδιά σου, όλα τα μικρά αστεία μας. Ήθελα να σου πω ότι έπαψα να φοβάμαι. Εξάλλου τι έμεινε να φοβηθώ πια; Έχασα εσένα, αρκεί λοιπόν.

Πέρασε τόσος καιρός, μα μοιάζει για στιγμές. Ακόμα προσπαθώ να μάθω να ζω με την απουσία σου. Κάτι τέτοιες στιγμές λυπάμαι για τις συζητήσεις που αφήσαμε για αύριο και το «αύριο» ήρθε, μα δεν τις κάναμε. Πόσα «σ’ αγαπώ» σου χρωστάω ακόμα.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη