Τον παίρνω τηλέφωνο απ’ τον δρόμο, όπως γυρίζω από νύχια. Και του λέω, μεταξύ σοβαρού και αστείου, πεθαίνω της πείνας… Μεταξύ σοβαρού και αστείου, γιατί ποτέ δεν ξέρεις κιόλας πότε μπορείς να πεθάνεις από ασιτία. Ώπα, ώπα… τι σημαίνει είχα φάει 8 τοστ, 4 κουλούρια, 15 κουλουράκια και 1 μπανάνα (για ξεκάρφωμα) και κάτι πιροσκάκια; Θα αναλαμβάνατε εσείς να υπογράψετε ένα χαρτί που θα μου παρέχει εγγύηση ότι δε θα πεθάνω από την πείνα; Δε νομίζω… Άρα μη σχολιάζετε, παρακαλώ, το δράμα μου. Συνεχίζω.

Και μπαίνω επιτέλους στο σπίτι, αφού έχω διασχίσει τη μισή Αθήνα (καλά, δεν ήταν μισή Αθήνα – ήταν 20 λεπτά) και είναι το κολωνάκι μου, που με υποδέχεται με περισπούδαστο ύφος, με μια πετσέτα να κρέμεται από το χέρι του, και καλά ως μετρ εστιατορίου, και μου λέει: «Περάστε». Όλο χαρά (που, όπως φαντάζεστε, δεν κράτησε για πολύ) μπαίνω μέσα. Όπως τσιτσιδώνομαι, συνειδητοποιώ ότι κάτι λείπει. Φωνάζω λοιπόν για να ακουστώ πάνω απ’ τον απορροφητήρα (αυτή η φασαριόζικη, άνευ λόγου ύπαρξης μάστιγα):

— Αγάπη μου, δεν έβαλες πλυντήριο;
— Έβαλα, μου λέει όλο υπερηφάνεια.
— Αααα, και πού είναι η απλώστρα;

Και τι μου λέει ο αθεόφοβος;;; Τιιι;;;
— Τα άπλωσα έξω.

Το «έξω» μπορεί να περιγραφεί ως μία και μοναδική λέξη: χάος.

Και με περισσότερες λέξεις: η Κιβωτός της Βρωμιάς σε μορφή μπαλκονιού. Αφού έχω την εντύπωση ότι οι βρωμιές, τόσο καιρό που είναι εκεί, έχουν εξελιχθεί και έχουν αποκτήσει νοημοσύνη. Κάτι που δεν έχουν αποκτήσει πολλοί από τους γύρω μας. Ε, να μη μου έρθει ο θάνατος; Η συμφορά; Και να η Μαρινέλλα να τραγουδάει μέσα μου, μαυροφορεμένη:
«Άνοιξε, πέτρα».
Άνοιξε μπαλκονόπορτα, να πέσω.

Τη συνέχεια τη θυμάμαι θολά. Ξεκίνησα να περπατάω στην παραλία, να περπατάω, να περπατάω… Μέχρι να μην με κρατάνε τα πόδια μου – πρέπει να ήταν τουλάχιστον τρία στενά. Να στέλνει το κινητό όλο badges για ρεκόρ βημάτων, για ρεκόρ συνεχόμενης άσκησης. Και κάθε λογής λαμακία. Και σε μια στιγμή παρορμητισμού και βαθιάς περισυλλογής (#νοτ), το ξημέρωμα με βρίσκει να ανακαλύπτω ότι η διαδρομή του τραμ Ασκληπιείο Βούλας – Πειραιάς είναι κυκλική.
Μπορείς, λοιπόν, να κάνεις τη διαδρομή σε λούπα, μέχρι να μην υπάρχει αύριο, ανθρωπότητα και ελπίδα μαζί.

Η διαδρομή όμως του τραμ είναι άκρως διδακτική. Ανακαλύπτεις πολλές αλήθειες:

✱ Ανακαλύπτεις από ποιον, πότε και γιατί χρηματοδοτήθηκε το τραμ και κάνεις αυτόματα τον συνειρμό ότι κάποιοι τα έχουν φάει χοντρά. Άρα έχουν βοήθεια στις δουλειές. Άρα δεν απλώνουν σε βρώμικα μπαλκόνια.
✱ Ανακαλύπτεις ότι τα φιμέ τζάμια δε σου επιτρέπουν να βλέπεις έξω (τουλάχιστον τη νύχτα – αν τσακωθούμε και μέρα, θα σας έχω κι άλλες πληροφορίες), με αποτέλεσμα να μη ξέρεις πού βρίσκεσαι. Χάνεις προορισμό, σκοπό και νόημα ζωής. Όπως ακριβώς η ζωή όλων μας ένα απλό πρωινό Δευτέρας.
✱ Ανακαλύπτεις ότι ευδοκιμούν μυρμήγκια μέσα στο τραμ και αναρωτιέσαι πώς πλένονται/απολυμαίνονται τα ΜΜΜ. Αλλά ποια είσαι να μιλήσεις, όταν τα δικά σου ρούχα έχουν αποκτήσει skills από τη βρώμα και σε εξουσιάζουν, όπως τα ρομπότ τους ανθρώπους στο μέλλον (ή και όχι στο μέλλον).

Κάπου εκεί όμως άρχισα να αναγουλιάζω από τις οδηγικές ικανότητες της/του τραμτζή και αποφασίζω να διακόψω την βόλτα μου κάπως πρόωρα. Ήμουν μόνο 6 ώρες μέσα και ζούσα τη λούπα επαναλαμβανόμενα. Σχεδόν έπρεπε να με πληρώσουν – αλλά εντάξει, δε ήθελα να είμαι και αχάριστη, έμαθα τόσα πολλά.

Σκέφτηκα μέχρι και να τους καλέσω και να τους στείλω ένα πόρισμα, αλλά λέω όχι. Δε σας αξίζει. Ποιοι νομίζουν ότι είναι, για να έχουν την τιμή του γραπτού λόγου;

Και πιάνω τον δρόμο της επιστροφής, να παραπατάω γιατί έχει πιαστεί ο πισινούλης μου, και να είμαι έτοιμη να κάνω εμετό. Και βρίσκομαι να περπατάω στα ίδια πεζοδρόμια, τις ίδιες ώρες που περπατούσα παραπατώντας και με τάση εμετού…
Όχι όμως γιατί είχα τσακωθεί με τον άντρα μου για ένα πλυντήριο για χιλιοστή φορά…
Αλλά γιατί ήμουν μεθυσμένη από ποτά και τσιγάρα και γυρνούσα από την αγκαλιά του εκάστοτε που ήταν ο μεγάλος έρωτας της εβδομάδας.

Ίσως γι’ αυτό οι μεγαλύτεροι έρωτες είναι και τόσο μαγικοί.
Γιατί με τον ανεκπλήρωτο, σίγουρα δεν είχες να τσακωθείς για το πλυντήριο…
Και πάντα μένεις με την προσδοκία ότι ίσως να ήταν αλλιώς.
Δε θα ήταν. Στο υπογράφω.

Συντάκτης: Acca Boolicious
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη